13ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 13/03/2011

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 13/3

Ένα πολυσυλλεκτικό μωσαϊκό ανθρώπινων ιστοριών από όλο τον κόσμο έτσι όπως καταγράφονται σε ταινίες που συμμετέχουν στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, βρέθηκε στο επίκεντρο του πρώτου «Κουβεντιάζοντας» της φετινής διοργάνωσης, το οποίο πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Μαρτίου 2011 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείου Electra Pallas.

Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Μόνα Νικοάρα (Το σχολείο μας), Σοφία Τζαβέλα (Ξενοδοχείο «Ο παράδεισος»), Πέδρο Ολάγια (Με τον Καλλιγιάννη), Εγιάλ Σιβάν (Γιάφα, ο μηχανισμός του πορτοκαλιού), Ρόι Σερ (Καναρίνι μου γλυκό) και Γιαν Τενχάβεν (Φθινοπωρινό χρυσάφι).

Στο ξεκίνημα της συζήτησης, η ρουμάνα δημιουργός Μόνα Νικοάρα μίλησε για την ταινία Το σχολείο μας, στην οποία συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με την Μιρούνα Κόκα-Κόσμα. Για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ, η κινηματογραφίστρια πέρασε τέσσερα χρόνια σε μια μικρή πόλη της Τρανσυλβανίας, παρακολουθώντας τρία παιδιά από την κοινότητα των ρομά, τα οποία συμμετείχαν στο τοπικό σχολείο στο πλαίσιο ενός ειδικού προγράμματος για την άρση των φυλετικών διαχωρισμών. «Ξεκίνησα να κάνω την ταινία ορμώμενη από την αγωνία μου για την τύχη αυτών των παιδιών. Οι συνθήκες, όπως μπορείτε να υποθέσετε, δεν ήταν ποτέ ιδανικές, ειδικά όσον αφορά στη χρηματοδότηση της ταινίας. Για να καταλάβετε, ακόμη δεν έχουμε λάβει χρήματα από κανένα ρουμανικό φορέα. Όσο για τη διαδικασία της κινηματογράφησης, πρέπει να σας πω ότι από την αρχή δημιουργήθηκε ένα δέσιμο με αυτά τα παιδιά και όλοι συνεργάστηκαν πολύ καλά, επειδή κατάλαβαν τον σκοπό μας. Τους εξηγήσαμε ότι αυτό που θέλουμε να δείξουμε είναι για να τους βοηθήσουμε και οι ίδιοι ήταν πολύ συνεργάσιμοι μαζί μας», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.

Στην ταινία Γιάφα, ο μηχανισμός του πορτοκαλιού, ο βετεράνος ισραηλινός ντοκιμαντερίστας Εγιάλ Σιβάν αφηγείται την ιστορία του περίφημου πορτοκαλιού Τζάφα, αποκαλύπτοντας μέσα από αυτό την ιστορία της χρόνιας διένεξης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Μιλώντας για την πολιτική χροιά του ντοκιμαντέρ του, ο δημιουργός επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Επιλέγω να αφηγούμαι τέτοιες ιστορίες επειδή δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις ιδέες μου από τις ταινίες μου. Οι επιλογές που κάνω στη θεματολογία είναι σύμφυτες με την πολιτική μου ιδεολογία. Κι ενώ ακόμα πολλοί μιλάνε γενικά, ή με ρωτούν και μένα τον ίδιο γύρω από την έννοια της αντικειμενικότητας, η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Νομίζω ότι θα πρέπει είτε να είμαστε ειλικρινείς, είτε να λέμε ψέματα με… αληθινό τρόπο».

Από την πλευρά του, ο Γιαν Τενχάβεν στην ταινία Φθινοπωρινό χρυσάφι προσεγγίζει με ευαισθησία αλλά και χιούμορ μια ομάδα ηλικιωμένων αθλητών καθώς προετοιμάζονται για το παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου. Ο σκηνοθέτης εξήγησε το σκεπτικό πίσω από την επιλογή του θέματός του: «Στην αρχή είχα σκοπό να κάνω ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ επάνω στο θέμα. Ωστόσο, μόνο όταν μπήκα βαθιά στην ιστορία και γνώρισα αυτά τα άτομα κατάλαβα πως επρόκειτο για κάτι διαφορετικό. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αποτινάξω τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που είχα, όπως όλοι, και να εστιάσω στους ανθρώπους και την προσπάθεια που κατέβαλαν, παρά την ηλικία τους και τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν. Πρόθεσή μου ήταν να κάνω μια ταινία όχι λυπητερή, αλλά με χιούμορ, υπό την έννοια όμως ότι το κοινό θα γελούσε με αυτά που θα έλεγαν οι ήρωές μου και όχι με τους ίδιους. Μπορεί εγώ να μην παίρνω στα σοβαρά τον εαυτό μου, σίγουρα όμως δεν ήθελα η ταινία να καταντήσει ένα ‘’σόου φρικιών’’ με ηλικιωμένους ανθρώπους…».

Η Σοφία Τζαβέλλα υπογράφει το ντοκιμαντέρ Ξενοδοχείο «Ο παράδεισος», ενός κτιρίου – σοσιαλιστικού παραδείσου με αξιοζήλευτες ανέσεις για την εποχή, το οποίο δημιουργήθηκε πριν από 25 χρόνια στη Βουλγαρία, σε μια προσπάθεια ένταξης των ρομά σε ένα πλαίσιο συμβατικής ζωής. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων, τα πράγματα άλλαξαν και το κτίριο παραδόθηκε στη φθορά. Η δημιουργός αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και στη διαδικασία της κινηματογράφησης του ντοκιμαντέρ: «’’Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι’’ έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ. Κάτι παρόμοιο νομίζω συνέβη και σε μένα, όταν για πρώτη φορά βρέθηκα σε αυτό το θλιμμένο κτίριο, μαζί με τους ρομά, ενώ ήμουν ρεπόρτερ της βουλγαρικής τηλεόρασης. Τώρα, που έχω κάνει την ταινία, το συναίσθημα αυτό είναι ακόμα πιο περίεργο, διότι πλέον αυτός ο χώρος δεν υπάρχει καν. Το κτίριο έχει γκρεμιστεί και δυστυχώς έχω χάσει και τη δυνατότητα να έχω επαφή με τους ανθρώπους αυτούς, τουλάχιστον στην πλειοψηφία των περιπτώσεων».

Στο ντοκιμαντέρ Με τον Καλλιγιάννη, ο ελληνιστής συγγραφέας και φωτογράφος Πέδρο Ολάγια φιλοτέχνησε ένα κινηματογραφικό πορτρέτο του ζωγράφου Μανώλη Καλλιγιάννη, ο οποίος σε ηλικία 17 ετών εγκατέλειψε την πατρίδα του τη Λέσβο, κατετάγη ως εθελοντής στη βρετανική αεροπορία, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ταξίδεψε σε διάφορα μέρη του κόσμου, με το όνειρο να γίνει ζωγράφος. Η ταινία, τελευταία παρακαταθήκη του καλλιτέχνη, εξελίχθηκε σε ένα υποβλητικό ντοκιμαντέρ για την ίδια τη ζωή. «Ήταν μια μοναδική εμπειρία, δεδομένου ότι δεν είχα σενάριο και κανένα συγκεκριμένο πλάνο. Δεν υπήρχε καθόλου μυθοπλασία, όμως αυτό που ζούσα μαζί με τον Καλλιγιάννη ήταν σχεδόν πέρα και από το ντοκιμαντέρ. Ο ίδιος άλλαξε στάση απέναντι μου μετά από κάποιο διάστημα, αφού είδε πρώτα κάποιο υλικό μονταρισμένο και κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο. Έτσι, ανοίχτηκε και έγινε αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος που βλέπετε στην ταινία, ο οποίος στο τέλος της ζωής του αξιολογεί και επαναπροσδιορίζει την πορεία του», τόνισε χαρακτηριστικά ο δημιουργός.

Άλλη μια συναρπαστική προσωπικότητα, αυτή της ντίβας του ρεμπέτικου Ρόζας Εσκενάζυ, σκιαγραφείται στην ταινία Καναρίνι μου γλυκό του ισραηλινού σκηνοθέτη Ρόι Σερ. Ο δημιουργός μίλησε με πάθος για τη «γέννηση» της ταινίας, η οποία αποτελεί συμπαραγωγή του Ισραήλ, της Γαλλίας και της Ελλάδας και σηματοδότησε το παρθενικό του ξεκίνημα στο ντοκιμαντέρ. «Υποθήκευσα το σπίτι μου για να μπορέσω να πάρω δάνειο και να γυρίσω αυτή την ταινία. Δεν είχα ιδέα πόσο θα κοστίσει και βέβαια δεν είχα ιδέα από κινηματογραφική παραγωγή, δηλαδή για το πώς βρίσκει χρήματα κανείς και όλα τα συναφή. Ωστόσο, στάθηκα τυχερός και τα κατάφερα, χάρη και στη βοήθεια που βρήκα από ελληνικούς φορείς, πράγμα που δεν το περίμενα καθόλου, γνωρίζοντας μάλιστα την οικονομική κατάσταση της χώρας σας», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι δημιουργοί τοποθετήθηκαν επίσης επάνω στο θέμα της επιρροής που ασκεί η παρουσία της κάμερας όσον αφορά στα υποκείμενα που κινηματογραφούν. «Ακόμη και μια όμορφη κοπέλα να καθίσει ανάμεσά μας την ώρα που μιλάμε, υπάρχει η περίπτωση να αλλάξουμε αυτό που λέμε ή τον τρόπο που το λέμε. Όλοι επηρεαζόμαστε συνεχώς από εξωγενείς παράγοντες, και όχι μονάχα από την κάμερα», επεσήμανε σχετικά ο Ρόι Σερ. Από την πλευρά της, η Μόνα Νικοάρα υποστήριξε ότι δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να προσποιείται επί μακρόν κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι. «Κανείς δεν μπορεί να είναι ηθοποιός επί τέσσερα χρόνια», δήλωσε αναφερόμενη στην περίπτωση των δικών της ηρώων. Ο Εγιάλ Σιβάν, με τη σειρά του, ξεκαθάρισε ότι κατά τη γνώμη του «τη δύναμη δεν την έχει αυτός που κρατά την κάμερα, αλλά αυτός που επιλέγει στο μοντάζ τι θα βάλει στην ταινία και τι όχι…».