Οι συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν οι κεντρικοί χαρακτήρες, ο διάλογος του δημιουργού με το κοινό του, αλλά και η διαδικασία διαμόρφωσης του σεναρίου, ήταν τα βασικά θέματα που συζητήθηκαν στην ενότητα Κουβεντιάζοντας του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου, στο Electra Palace. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ολίβιε Κουσμάκ / Olivier Coussemacq (Η αρχή του κακού / L’Enfance du mal), Ζέινα Ντούρα / Zeina Durra (Οι ιμπεριαλιστές είναι ακόμη ζωντανοί / The Imperialists Are Still Alive!), Λάουρα Αμέλια Γκουσμάν και Ισραέλ Κάρδενας / Laura Amelia Guzman & Israel Cardenas (Ζαν Ζαντί, ένας καλός άνθρωπος / Jean Gentil), Ζαχαρίας Μαυροειδής (Ο ξεναγός) και Μαριάν Κρισάν / Marian Crisan (Αύριο / Morgen).
Ως μια ιστορία χειραγώγησης, περιέγραψε την ταινία του Η αρχή του κακού ο Ολίβιε Κουσμάκ, στην οποία μια έφηβη καταφέρνει να ανατρέψει τις ισορροπίες μιας καθωσπρέπει οικογένειας, εγείροντας θέματα περί δικαίου και ηθικής.
Από την άλλη, η ταινία των Λάουρα Αμέλια Γκουσμάν και Ισραέλ Κάρδενας μιλά για τη δυσκολία ενσωμάτωσης των αϊτινών μεταναστών στην κοινωνία της Δομινικανής Δημοκρατίας, παρουσιάζοντας τη ζωή ενός από αυτούς, του Ζαν Ζαντί. «Στο Μεξικό έρχονται πολλοί μετανάστες από την Αϊτή, οι οποίοι δουλεύουν κυρίως στις οικοδομές. Μιλούν τη δική τους γλώσσα, ζουν σε κλειστές κοινότητες και, για τους μεξικανούς, είναι σαν να μην υπάρχουν. Προκειμένου να τους πλησιάσω, αποφάσισα να μάθω τη γλώσσα τους. Ο δάσκαλος μου είναι και ο πρωταγωνιστής της ταινίας», τόνισε η σκηνοθέτιδα.
Την προσωπική του ταυτότητα αναζητεί ο πρωταγωνιστής της ταινίας Ο ξεναγός του Ζαχαρία Μαυροειδή, ενώ παράλληλα το φιλμ σκιαγραφεί κωμικά την εικόνα που έχουν για τη χώρα μας οι ξένοι. «Ο ήρωάς μου είναι ξεναγός σε ένα γκρουπ φοιτητών αρχιτεκτονικής από το εξωτερικό. Στην προσπάθεια του να τους δείξει την Αθήνα, βρίσκεται αντιμέτωπος με τα προσωπικά του αδιέξοδα», σημείωσε ο δημιουργός.
Με τη σειρά της, μιλώντας για τη δική της ταινία με τίτλο Οι ιμπεριαλιστές είναι ακόμη ζωντανοί, η σκηνοθέτιδα Ζέινα Ντούρα επεσήμανε ότι πρόκειται για ένα φιλμ που περιγράφει τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας, εξετάζοντας την ίδια στιγμή στερεότυπα που αφορούν στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο. «Η πρωταγωνίστρια ζει μέσα σε έναν κόσμο χλιδής και πολυτέλειας στη Νέα Υόρκη, και κάποια στιγμή μαθαίνει ότι η CIA έχει απαγάγει τον παιδικό της φίλο στη Μέση Ανατολή. Στενοχωριέται, θλίβεται, προσπαθεί να βρει μια άκρη, ωστόσο ερωτεύεται και προχωρά, γιατί έτσι είναι η ζωή», τόνισε η Ζέινα Ντούρα.
Μια ιστορία ανθρωπιάς μεταξύ δύο αγνώστων οι οποίοι φαινομενικά δεν έχουν κοινά μεταξύ τους, περιγράφει το Αύριο του Μαριάν Κρισάν, ο οποίος θίγει το ζήτημα της μετανάστευσης στη Σαλόντα της Ρουμανίας, μια πόλη – πέρασμα για τη Δυτική Ευρώπη. «Η ταινία πλησιάζει την πολιτική κωμωδία. Είναι ένα σύνολο ιστοριών που είτε άκουσα είτε είδα ο ίδιος να συμβαίνουν στα χρόνια που μεγάλωσα στη Σαλόντα», παρατήρησε ο σκηνοθέτης.
Στη συνέχεια, οι δημιουργοί κατέθεσαν τις απόψεις τους σχετικά με τις συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν οι κεντρικοί χαρακτήρες των ταινιών τους. Η Ζέινα Ντούρα εξήγησε: «Δεν ήθελα να κάνω μια ταινία όπου η πρωταγωνίστριά μου θα ήταν διαρκώς θλιμμένη, περιμένοντας τα νέα από την πατρίδα της. Επιθυμία μου ήταν να δείξω πώς είναι η πραγματική ζωή: μια καθημερινότητα στην οποία ερωτεύεσαι, πίνεις καφέ το πρωί, ζεις, και παράλληλα περνάς το δικό σου Γολγοθά. Περιγράφω μια αντισυμβατική σύγκρουση».
«Η σύγκρουση που αντιμετωπίζει ο ήρωας στην ταινία είναι να βρει έναν λόγο για να συνεχίσει να ζει. Πρόκειται για μια ιστορία με νοήματα καθολικής απήχησης», επισήμανε ο σκηνοθέτης Ισραέλ Κάρδενας. Και πρόσθεσε: «Ο Ζαν Ζαντί είναι ένας μορφωμένος μετανάστης, θεοσεβούμενος, που ψάχνει μάταια για δουλειά, έτσι ώστε να μπορέσει να φτιάξει μια οικογένεια. Προσπαθεί συνεχώς να αναπτύξει σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, αλλά βρίσκει κλειστές πόρτες».
Στην ταινία Ο ξεναγός, ο πρωταγωνιστής καλείται να «παλέψει» σε δύο μέτωπα, όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης Ζαχαρίας Μαυροειδής: καταρχάς με τον εαυτό του, και κατά δεύτερον, με την εικόνα που έχουν οι έλληνες για τη χώρα τους, σε σχέση με αυτή που έχουν οι ξένοι για εκείνους. «Πάντα με ενδιέφεραν τα ζητήματα της ταυτότητας. Σαν έλληνες έχουμε ένα λαμπρό παρελθόν και ένα αβέβαιο μέλλον, αλλά και ανοιχτά θέματα με τους περισσότερους από τους γείτονες μας. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές ανησυχίες που αντιμετωπίζει ο ξεναγός, κατέληξαν σε μια κωμωδία», υπογράμμισε ο δημιουργός.
Απαντώντας στην ερώτηση εάν ήθελε να προκαλέσει το κοινό με την ταινία του, ο Ολίβιε Κουσμάκ σημείωσε ότι ο σκοπός του είναι να προβληματιστεί ο θεατής περί των αξιών του δικαίου και της ηθικής. «Δεν θέλω να πω ότι ο ένας χαρακτήρας είναι καλός και ο άλλος κακός. Πιστεύω ότι στον καθένα από εμάς υπάρχει η φωτεινή, αλλά και η σκοτεινή πλευρά, με την οποία παλεύουμε καθημερινά», τόνισε.
Αναφερόμενος στον διάλογο του δημιουργού με τους θεατές, ο Μαριάν Κρισάν σημείωσε ότι η ταινία του είναι, κατά μία έννοια, μια σειρά ντοκουμέντων για την περιοχή όπου ο ίδιος μεγάλωσε, καθώς και για τους ανθρώπους που αγάπησε. «Ήθελα να δείξω την γενέτειρά μου, το μέρος που γνωρίζω και αγαπώ. Όταν γυρίζαμε την ταινία, πραγματικά το απολαμβάναμε και νομίζω ότι αυτό μεταδίδουμε και στο κοινό», σημείωσε ο σκηνοθέτης.
Στο ερώτημα «σενάριο με κανόνες ή σενάριο που πηγάζει από το ένστικτο;» η Ζέινα Ντούρα τόνισε πως η ίδια λειτουργεί περισσότερο ενστικτωδώς, αν και ξαναγράφει πολλές φορές το πρωτογενές της υλικό. «Όταν έχω έμπνευση θα καθίσω και θα γράψω το σενάριο μου μέσα σε 12 ώρες, και μετά θα το ξαναδώ. Στην προβολή της ταινίας μου στη Νέα Υόρκη ένας παραγωγός με ρώτησε ‘’πώς ήξερες και δεν ακολούθησες τις συμβουλές μου για ένα τεχνικά άρτιο σενάριο και είχες ένα τόσο καλό αποτέλεσμα;”. Δεν υπάρχει απάντηση. Αν πιστεύεις μέσα σου ότι αυτό που έχεις μπροστά σου είναι αυτό που ήθελες, τότε προχωράς», είπε. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ισραέλ Κάρδενας σημείωσε ότι για τον ίδιο σημασία έχει κυρίως η πλοκή της ταινίας και οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάζεται κάθε δημιουργός. «Ωστόσο, καλό είναι πρώτα να μάθεις να κινείσαι με βάση τους κανόνες και αργότερα να προχωρήσεις μόνος σου σε αυτό που σε εκφράζει», πρόσθεσε ο Ολίβιε Κουσμάκ.