12ο ΦΝ: Κουβεντιάζοντας 19/03/2010

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 19-3-2010

Ο κύκλος του «Κουβεντιάζοντας» ολοκληρώθηκε την Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010 στην αίθουσα «Excelsior» του ξενοδοχείου Electra Pallas, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Θέματα όπως η σχέση του ντοκιμαντέρ με το κοινό του, η δυσκολία εξεύρεσης πόρων, αλλά και η ιδιαίτερη φύση της τέχνης των ταινιών τεκμηρίωσης, απασχόλησαν τους συμμετέχοντες στο πλαίσιο μιας ακόμη ενδιαφέρουσας κουβέντας. Στη συζήτηση, έλαβαν μέρος οι σκηνοθέτες Άουρνι Γκούναρσον (Κράφτουρ – Η τελευταία ιππασία), Μπόσε Λίντκουιστ (Ο μεγαλοφυής και τα αγόρια), Χένρι Σίνγκερ (Το αίμα του ρόδου), Νάτι Μπάρατς (Το αλάθευτο παιδί), Στάσα Mπάντερ (Rocksteady – Οι ρίζες της ρέγγε), Ντάβιτ Κινσέλα (Σκοτώνοντας κορίτσια) και η σκηνοθέτιδα Ίνγκριντ Σινκλέρ μαζί με την παραγωγό της ταινίας Κριστίνα Λόπεζ-Παλάο (Η Αφρική είναι γυναικείο όνομα).

Στο ντοκιμαντέρ Η Αφρική είναι γυναικείο όνομα πρωταγωνιστούν τρεις αξιόλογες Αφρικανές από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και επαγγελματικούς χώρους, οι οποίες αναλογίζονται τους λόγους που εξακολουθούν να παλεύουν, τις προσωπικές τους ιστορίες, καθώς και τη θέση που έχει στο περιβάλλον τους ο ηγετικός τους ρόλος. Την ταινία υπογράφουν σκηνοθετικά τρεις γυναίκες δημιουργοί αφρικανικής καταγωγής: η Ίνγκριντ Σινκλέρ, η Μπρίτζετ Πίκερινγκ και η Ουαντζίρου Κινγιαντζούι. Στο «Κουβεντιάζοντας», η παραγωγός της ταινίας Κριστίνα Λόπεζ-Παλάο σημείωσε πόσο σημαντικό ήταν η ταινία να δομηθεί μέσα από την οπτική αυτών των τριών σκηνοθέτιδων, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στη Μαύρη Ήπειρο. Με τη σειρά της, η σκηνοθέτιδα Ίνγκριντ Σινκλέρ επεσήμανε: «Η πλειονότητα των ντοκιμαντέρ για την Αφρική απεικονίζουν τις γυναίκες αδύναμες, τις περισσότερες φορές τις βλέπουμε ως θύματα. Υπάρχουν, όμως, και οι άλλες γυναίκες, αυτές που βρήκαν τη δύναμη και αντιστάθηκαν, τις οποίες συνήθως δεν έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε».

Από την πλευρά του, ο Νάτι Μπάρατς αναφέρθηκε στο θέμα της δικής του ταινίας με τίτλο Το αλάθευτο παιδί, η οποία καταγράφει την αναζήτηση του διαδόχου του αείμνηστου Λάμα Κόντσοκ, του μεγαλύτερου Θιβετιανού διαλογιστή της εποχής μας – ένα δύσκολο εγχείρημα το οποίο πραγματοποιεί ο συνεσταλμένος και χαρισματικός μαθητής του Λάμα Κόντσοκ, Τένζιν Ζόπα, έπειτα από αίτημα του ίδιου του Δαλάι Λάμα. Ο σκηνοθέτης δήλωσε χαρακτηριστικά: «Χρειάστηκα 4,5 χρόνια για να ολοκληρώσω το ντοκιμαντέρ και να αποτυπώσω την αναζήτηση αυτού του νεαρού θιβετιανού μοναχού για τη μετενσάρκωση του αποθανόντος δασκάλου του».

Το ντοκιμαντέρ Rocksteady – Οι ρίζες της ρέγγε πραγματοποιεί ένα μουσικό ταξίδι στη χρυσή εποχή της τζαμαϊκανής μουσικής και στις ιστορίες των θρυλικών τραγουδιστών και μουσικών της περιόδου Rocksteady. Οι καλλιτέχνες αυτοί συναντιούνται σαράντα χρόνια αργότερα για να ηχογραφήσουν ένα δίσκο με τις παλιές τους επιτυχίες, να δώσουν μια ζωντανή συναυλία όλοι μαζί στο Κίνγκστον της Τζαμάικα, αλλά και να διηγηθούν την ιστορία τους στον σκηνοθέτη Στάσα Mπάντερ, ο οποίος σημείωσε σχετικά: «Πρόκειται για μια ταινία “επανένωσης” παλιών μουσικών που ηχογραφούν τις παλιές τους επιτυχίες, ένας ύμνος στη ρέγγε».

Ένα παράθυρο στη σύγχρονη Αφρική ανοίγει ο σκηνοθέτης Χένρι Σίνγκερ, αφηγούμενος στο ντοκιμαντέρ Το αίμα του ρόδου την ιστορία της αξιόλογης ζωής και του βίαιου θανάτου της κινηματογραφίστριας και ακτιβίστριας Τζόουν Ρόουτ. «Η Ρόουτ προσπάθησε να σώσει ένα σημαντικό υγροβιότοπο της Κένυας, ο οποίος όμως χρησιμοποιείται από τη μεγαλύτερη βιομηχανία παραγωγής λουλουδιών στη χώρα. Η ταινία κινείται σε διάφορα επίπεδα, καταδεικνύοντας τόσο την ενδιαφέρουσα ζωή της Ρόουτ όσο και την Αφρική πριν και μετά την περίοδο της εκβιομηχάνισης», εξήγησε ο δημιουργός.

Μιλώντας για την ταινία του Σκοτώνοντας Κορίτσια, ο Ντάβιτ Κινσέλα υπογράμμισε πως αποτελεί μέρος μιας τριλογίας για τη γενιά της Περεστρόικας. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει μια κλινική στην Αγία Πετρούπολη, η οποία ειδικεύεται σε αμβλώσεις για εγκυμοσύνες σε προχωρημένο στάδιο, και μέσα από αυτή χαρτογραφεί τις συνθήκες διαβίωσης της νέας γενιάς στη Ρωσία. Μιας γενιάς που ονειρεύεται έναν φανταχτερό δυτικό τρόπο ζωής, αλλά είναι καταδικασμένη να ζει κυνηγώντας τα χρήματα που θα της «εξαγοράσουν» μια στιγμή ευτυχίας. Ο σκηνοθέτης επεσήμανε σχετικά με το θέμα του: «Στην κλινική αυτή πηγαίνουν περισσότερα από 20 κορίτσια την εβδομάδα. Πρόκειται για μια σοκαριστική ιστορία, στην οποία προσπάθησα να δώσω μια καλλιτεχνική χροιά, έτσι ώστε να μπορεί το κοινό να την παρακολουθήσει».

Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης Άουρνι Γκούναρσον αναφέρθηκε στην πολύ δυνατή σχέση μεταξύ ενός ιππέα και του αλόγου του, την οποία πραγματεύεται η ταινία Κράφτουρ – Η τελευταία ιππασία. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τη σχέση του Ισλανδού ιππέα Τόουτι (Θόραριν Έιμουντσον), με το άλογό του, τον Κράφτουρ. Όταν ο Τόουτι προσκαλείται να λάβει μέρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ισλανδικών Αλόγων στην Ολλανδία, λόγω των υγειονομικών κανονισμών της χώρας του αναγκάζεται, μετά τους αγώνες, να αφήσει το άλογό του πίσω στην Ολλανδία. Ο πόνος που του προκαλεί αυτή η εξέλιξη, επισκιάζει τελικά και την χαρά της νίκης του Πρωταθλήματος. «Οι νόμοι της Ισλανδίας δε επιτρέπουν την εισαγωγή αλόγων, κι έτσι ο ιππέας αναγκάζεται να αφήσει στο εξωτερικό το άλογο του, όταν καλείται να συμμετάσχει στο Πρωτάθλημα Ισλανδικών Αλόγων που διεξάγεται στην Ολλανδία», σημείωσε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.

Ένα επίσης ευαίσθητο –και αμφιλεγόμενο- θέμα θίγει η ταινία Ο μεγαλοφυής και τα αγόρια του Μπόσε Λίντκουιστ. Ο σκηνοθέτης εξήγησε πως πρόκειται για μια έρευνα επάνω στη ζωή του τιμημένου με Νόμπελ επιστήμονα Κάρλτον Γκάιντουσεκ, ο οποίος αποδείχτηκε παιδόφιλος. «Μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον να εξερευνήσω πώς ένας τόσο χαρισματικός άνθρωπος είχε ταυτόχρονα σεξουαλικές σχέσεις με παιδιά. Είναι ενδιαφέρουσα, επίσης, και η αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας στο γεγονός αυτό, καθώς και των ανθρώπων που τον γνώρισαν όταν ήταν παιδιά – απόψεις που καταγράφονται και στην ταινία», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.

Στη συνέχεια του «Κουβεντιάζοντας», οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν στη φύση της τέχνης του ντοκιμαντέρ, στην σχέση του με τη μυθοπλασία αλλά και την τηλεόραση, καθώς και στις δυσκολίες χρηματοδότησης. Ο σκηνοθέτης Ντάβιτ Κινσέλα (Σκοτώνοντας κορίτσια) επεσήμανε: «Λατρεύω τη μυθοπλασία και θέλω οι εικόνες να έχουν τον πρώτο λόγο. Όσον αφορά στη δική μου χρηματοδότηση, αυτή προέρχεται από τη νορβηγική πολιτεία, η οποία ευνοεί περισσότερο τις ταινίες που διαθέτουν πολιτική ή καλλιτεχνική χροιά, σε σχέση με τις εμπορικές παραγωγές». Και πρόσθεσε: «Υπάρχουν φορές που ο δημιουργός επιδιώκει να καινοτομήσει, κάνοντας π.χ. ένα ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλασίας. Από τη μεριά μου, μιλώντας για καινοτομίες, ίδρυσα την πρώτη ιστοσελίδα στη Νορβηγία που επιτρέπει το ‘’κατέβασμα’’ ταινιών από ανεξάρτητους παραγωγούς. Και επειδή πάντοτε έχω στο νου μου το κοινό στο οποίο απευθύνομαι, δημιούργησα δύο εκδοχές του ντοκιμαντέρ μου: η μία με καλλιτεχνικό προσανατολισμό και άλλη με τηλεοπτικό».

Από την πλευρά του, ο Άουρνι Γκούναρσον (Κράφτουρ – Η τελευταία ιππασία) σημείωσε πως βασικός στόχος του ήταν να αποτυπώσει στην ταινία τη σχέση μεταξύ του ιππέα και του αλόγου του, χωρίς να σκέφτεται το εμπορικό μέλλον του πονήματός του. «Προσέγγισα όσο μπορούσα τη μυθοπλασία. Το θέμα μου, πάντως, είναι πολύ ιδιαίτερο και δεν θεωρώ ότι θα βρει “χώρο” για να προβληθεί στην τηλεόραση», σημείωσε και συμπλήρωσε χαρακτηριστικά: «Πρέπει να προσέξουμε έτσι ώστε να διατηρήσουμε τη φόρμα του ντοκιμαντέρ “ελεύθερη” και να μη συμβιβαστούμε με τις απαιτήσεις των τηλεοπτικών προγραμμάτων».

Ο Χένρι Σίνγκερ (Το αίμα του ρόδου), με τη σειρά του, τόνισε πως μετακόμισε από την Αμερική στο Λονδίνο διότι η Βρετανική τηλεόραση έδινε μεγάλη βαρύτητα στα ντοκιμαντέρ. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε: «Τα τελευταία εφτά - οχτώ χρόνια η βρετανική τηλεόραση στράφηκε προς τα ριάλιτι σόου, γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις στην προώθηση των ντοκιμαντέρ». Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ, αναγκαστικά λαμβάνει υπόψη την αγορά στην οποία θα τοποθετηθεί η ταινία του: «Η δουλειά μου απευθύνεται στο κοινό, στους ανθρώπους και επιθυμώ να τη δουν και ίσως να διαμορφώσουν μια διαφορετική οπτική για τον κόσμο. Δεν κάνω ντοκιμαντέρ μόνο για τα φεστιβάλ. Όπως προείπα, η κατάσταση στην μεγάλη Βρετανία έχει αλλάξει, επομένως δεν μπορώ να αποφύγω τις επιταγές της αγοράς. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κάνω μια ταινία στην οποία δεν πιστεύω».

Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης Στάσα Μπάντερ (Rocksteady – Οι ρίζες της ρέγγε) μίλησε για το θέμα της υπερπληθώρας προϊόντων ήχου και εικόνας, καθώς και του καταιγισμού πληροφοριών, τα οποία φθείρουν τόσο τους καταναλωτές / κοινό όσο και τους δημιουργούς. «Σκεφτείτε πόσες ταινίες δημιουργούνται καθημερινά, πόσα βιβλία τυπώνονται, πόσα μηνύματα φτάνουν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του καθενός μας, πόσα στοιχεία αναρτώνται στο διαδίκτυο, πόσα μιντιακά σκουπίδια κυκλοφορούν. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τη δική μας δουλειά, θεωρώ ότι ποτέ δεν είναι αρκετοί αυτοί που θα τη δουν. Πολλές φορές, κι εγώ ο ίδιος κουράζομαι και δεν θέλω να δω ή να διαβάσω οτιδήποτε», τόνισε ο δημιουργός.

Στην παρέμβαση της στο πλαίσιο του «Κουβεντιάζοντας», η σκηνοθέτιδα Ίνγκριντ Σινκλέρ (Η Αφρική είναι γυναικείο όνομα) έθεσε τον προβληματισμό σχετικά με το ποια είναι η βαθύτερη αιτία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Κάνεις φιλμ για να εκφραστείς ή για να ικανοποιήσεις την αγορά; Θεωρώ ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες ο δημιουργός κάνει μια ταινία διότι γνωρίζει την επίδραση που θα έχει αυτή στο κοινό, έστω και αν αυτό είναι μικρό, ακόμη και αν δεν πρόκειται για κάτι που θα τον εκφράζει ολοκληρωτικά». Από την πλευρά του, ο Μπόσε Λίντκουιστ (Ο μεγαλοφυής και τα αγόρια) σημείωσε πως δημιουργώντας την ταινία του επεδίωξε να κρατήσει την ισορροπία μεταξύ του τι θα αρέσει στο κοινό και του να εκφράσει την προσωπική του οπτική. «Δεν μπορείς να γνωρίζεις από πριν την επίδραση που θα έχει στο κοινό η ταινία σου και δεν πιστεύω ότι μια ταινία κρίνεται μόνο από την προσέλευση του κοινού στις αίθουσες», υπογράμμισε χαρακτηριστικά. Αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, ο Νάτι Μπάρατς (Το αλάθευτο παιδί) υποστήριξε ότι η τέχνη απευθύνεται πρωταρχικά στο ευρύτερο κοινό: «Αν μια ταινία που έχει προωθηθεί αρκετά δεν προσελκύσει πολλούς θεατές, τότε ίσως να μην είναι και τόσο ενδιαφέρουσα. Πολλές φορές, καλές ταινίες δεν έχουν τη σωστή προβολή και δεν γίνονται γνωστές στο κοινό. Προσωπικά, δεν πίστευα ότι θα συγκέντρωνα τα χρήματα που απαιτούνταν για να ολοκληρώσω την ταινία μου. Αναγκάστηκα να κάνω πολλές διαφορετικές δουλειές, αλλά όταν προβλήθηκε και την είδαν περίπου 25 εκατομμύρια θεατές, τότε όλα έγιναν πιο εύκολα για τα επόμενα projects μου». Από την πλευρά της, η Κριστίνα Λόπεζ-Παλάο, παραγωγός της ταινίας Η Αφρική είναι γυναικείο όνομα, σημείωσε πως το σημαντικό για εκείνη είναι η πίστη της στο έργο που έχει αναλάβει. «Δεν μπορώ να συμμετάσχω σε μια ταινία εάν δεν πιστεύω σε αυτή. Ίσως ‘’φταίει’’ η σκηνοθετική μου ιδιότητα. Θεωρώ, πάντως, πως το στοιχείο που κάνει ξεχωριστό ένα ντοκιμαντέρ είναι το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης ευαισθητοποιείται από κάτι και θέλει να το εκφράσει και να το μοιραστεί με τους θεατές. Προσωπικά, μου είναι αδύνατον να εμπλακώ σε κάτι που είναι αποκλειστικά εμπορικό», παραδέχτηκε η ίδια.