ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 18-3-2010
Η έννοια του χώρου, η επίδραση που ασκεί στον άνθρωπο αλλά και ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται αυτές τις δύο παραμέτρους οι ντοκιμαντερίστες, αποτέλεσαν τους βασικούς θεματικούς άξονες που πραγματεύτηκε το πέμπτο «Κουβεντιάζοντας», το οποίο πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010 στην αίθουσα «Excelsior» του ξενοδοχείου Electra Pallas, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε η συνεργάτιδα του Φεστιβάλ Τόμπι Λι, συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Σελάνα Βροντή (Zorro ο γάτος), η Άγγελη Ανδρικοπούλου (συν-σκηνοθέτιδα μαζί με τον Αργύρη Τσεπελίκα της ταινίας Τα παιδία δεν παίζει), Στέλιος Αποστολόπουλος (Το κάλεσμα του βουνού) και Πιερ-Ολιβιέ Φρανσουά (συν-σκηνοθέτης μαζί με τον Πιερ Μπουρζουά της ταινίας Ένα βαρέλι γεμάτο όνειρα).
Η ταινία Το κάλεσμα του βουνού του Στέλιου Αποστολόπουλου, αφηγείται την ιστορία του Γιάννη, ο οποίος μετά τη δολοφονία του ξαδέλφου του Ηλία, αφήνει τη γυναίκα του και τον 8χρονο γιο του που ζουν στην πόλη και μετακομίζει σε ένα απομακρυσμένο χωριό, στα Λευκά Όρη της Κρήτης. Εκεί παίρνει την απόφαση να συνεχίσει το - σπάνιο πλέον - επάγγελμα του Ηλία και γίνεται ένας παραδοσιακός βοσκός, τιμώντας έτσι τη μνήμη του εξαδέλφου του. Παίρνοντας πρώτος το λόγο στο «Κουβεντιάζοντας», ο σκηνοθέτης Στέλιος Αποστολόπουλος ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι έφτασε στο θέμα του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ, σχεδόν… κατά λάθος. «Αρχικά, η έγκριση που πήρα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου αφορούσε σε ένα άλλο project που είχα υποβάλλει. Ωστόσο, επειδή μεσολάβησαν κάποια χρόνια από την υποβολή της αίτησής μου μέχρι τις τελικές υπογραφές, χάθηκε κάθε ευκαιρία – και κάθε διάθεση, αν θέλετε - να κάνω εκείνο το ντοκιμαντέρ που είχε ως θέμα ένα σπάνιο είδος αρπακτικού πουλιού στην Κρήτη. Τελικά, περιπλανώμενος στα βουνά του νησιού, πληροφορήθηκα την ιστορία του Γιάννη, ο οποίος γύρισε πίσω για να μπορέσει να βοηθήσει την οικογένεια του ξαδέρφου του, τον οποίο είχε ως πατέρα του και ο οποίος δολοφονήθηκε από κάποιον. Ο Γιάννης είχε μια διαφορετική ζωή πριν πάει στα βουνά της Κρήτης να γίνει βοσκός, ωστόσο αντιλαμβανόμενος το χρέος του το έκανε, επιλέγοντας την ίδια στιγμή τη ζωή και όχι τη λογική της βεντέτας». Αναφερόμενος στις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ, ο επίσης Κρητικός σκηνοθέτης εξήγησε ότι, όπως ήταν λογικό, δεν έτυχε πάντα θετικής αντιμετώπισης από τους ορεινούς κατοίκους του νησιού, οι οποίοι έβλεπαν την ταινία με διστακτική ματιά. «Και να φανταστείτε ότι όχι μόνο είμαι από εκεί, αλλά μιλάω και τη διάλεκτό τους. Πάντως, και με τον Γιάννη αντιμετώπισα δυο κρίσεις: την πρώτη όταν εκείνος συνειδητοποίησε ότι κάποια στιγμή η ταινία θα προβληθεί, και τη δεύτερη όταν είχε το άγχος της δίκης για τη δολοφονία του εξαδέλφου του και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει. Τελικά, ευτυχώς όλα πήγαν καλά και του άρεσε η ταινία. Έμεινε ευχαριστημένος και είναι, όπως κι εγώ, υπερήφανος για το τελικό αποτέλεσμα» επεσήμανε ο σκηνοθέτης.
Με τη σειρά του, ο γάλλος ντοκιμαντερίστας Πιερ-Ολιβιέ Φρανσουά είχε μια αρκετά πιο εύκολη αντιμετώπιση από τους ανθρώπους που κινηματογράφησε στην ταινία Ένα βαρέλι γεμάτο όνειρα. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την ανάπτυξη του Χάντι-Μανσίγισκ, μιας περιοχής της Σιβηρίας που βρίσκεται περισσότερα από 3.000 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα και η οποία έχει εξελιχθεί σε οικονομική Εδέμ. «Η συμφωνία για να κάνουμε τα γυρίσματα ουσιαστικά κλείστηκε έπειτα από μια βραδιά φαγητού και πολλής βότκας, που μας κέρασαν οι ντόπιοι αξιωματούχοι, οι οποίοι μας ανοίχτηκαν γιατί προφανώς τους ενδιέφερε να δείξουν την συγκεκριμένη πλευρά της Ρωσίας. Από τη μεριά μου, φυσικά και εμένα με ενδιέφερε να αποτυπώσω την κατάσταση της χώρας εκ των έσω. Το Χάντι-Μανσίγισκ μπορεί να βρίσκεται στη μέση του πουθενά, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί μια χαρακτηριστική εικόνα της σημερινής Ρωσίας, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη δύναμη και το πετρέλαιο. Αυτό ακριβώς θέλησα να δείξω κι εγώ στην ταινία», επεσήμανε ο γάλλος δημιουργός. Η πρωτοφανής ανάπτυξη λόγω του πετρελαίου και ο συνακόλουθος πλούτος που έχει συσσωρευτεί στην περιοχή, την έχει μετατρέψει σε έναν επίγειο «παράδεισο» για τους ντόπιους. «Όταν το 2005 πληροφορήθηκα για αυτό το μέρος, πραγματικά δεν το πίστευα. Ξέρετε, ακόμη και σήμερα πολλοί Ρώσοι δεν γνωρίζουν καν αυτή την μικρή πόλη, η οποία είναι μικρότερη και από το Κρεμλίνο. Στο Χάντι-Μανσίγισκ οι άνθρωποι είναι φιλότεχνοι μεν με την έννοια, κυρίως, ότι πληρώνουν καλά για να τη διδαχτούν, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και σε κάθε περίπτωση ανοιχτοί σε κάθε είδους καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Μην ξεχνάτε ότι πρόκειται για μια περιοχή με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και γενικότερα δύσκολες κλιματικές συνθήκες, χώρια που μιλάμε για ανθρώπους που έμαθαν γενικότερα να βλέπουν τους δυτικούς με καχυποψία», τόνισε ο σκηνοθέτης.
Στη συνέχεια του «Κουβεντιάζοντας», τον λόγο πήρε η Άγγελη Ανδρικοπούλου, η οποία μαζί με τον Αργύρη Τσεπελίκα σκηνοθέτησαν το ντοκιμαντέρ Τα παιδία δεν παίζει. Ήρωες της ταινίας, τέσσερα παιδιά που πεισματικά αναζητούν έναν χώρο για να παίξουν, επιθυμία που τα οδηγεί να απευθυνθούν στον δήμαρχο Πάτρας προκειμένου να πραγματοποιήσουν το –αυτονόητο - όνειρό τους. «Πρόκειται για παιδιά που πολύ απλά ήθελαν να έχουν ένα μέρος για να παίζουν, γεγονός για το οποίο κάθε φορά τσακώνονταν με τους γείτονες της περιοχής τους. Ένα από αυτά, τυχαίνει να διαβάσει κάπου σε ένα κείμενο του ΟΗΕ ότι κάθε παιδί πρέπει να έχει ελεύθερο χώρο για να μπορεί να παίζει. Έτσι, όλα μαζί αποφασίζουν να πάνε στο δήμαρχο για να ζητήσουν αυτό που τους αναλογεί. Τελικά, σε μια σουρεαλιστική σκηνή όπου το δημαρχείο είναι για κάποιο λόγο άδειο, τα παιδιά φτάνουν χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι και στην καρέκλα του δημάρχου. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι αυτά τα παιδιά έχουν πράγματι δίκιο, καθώς στην Ελλάδα τα σπίτια χτίζονται αγνοώντας την ύπαρξή τους. Μάλιστα, οι ίδιοι οι γονείς τα ενθαρρύνουν να μένουν μέσα στο σπίτι και να μην βγαίνουν καθόλου έξω, για να μην κινδυνεύουν. Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, ότι το παιδί πρέπει να παίξει, να χτυπήσει, να αγωνιστεί, να γνωριστεί με άλλα παιδιά», εξήγησε χαρακτηριστικά η σκηνοθέτιδα. Η ταινία Τα παιδία δεν παίζει αγγίζει κι άλλο ένα σημαντικό ζήτημα, αυτό του ρατσισμού. «Ορισμένα άλλα παιδιά - παιδιά μεταναστών από το Πακιστάν ή και από αλλού – τα οποία έπαιζαν στην αλάνα μαζί με τα παιδιά της ιστορίας μας, οι πρωταγωνιστές τα αποκαλούσαν ‘’κούρδους’’ είτε ήταν όντως είτε όχι. Δεν είχε σημασία που στην παρέα των τεσσάρων πρωταγωνιστών ούτε ο Βλαντ είναι Έλληνας - το ζήτημα ήταν οι Άλλοι. Έτσι, όταν τελικά όλα τα παιδιά γνωρίστηκαν μεταξύ τους και είδαν ότι και οι υπόλοιποι ήταν καλά παιδιά, άρχισαν να μου λένε χαρακτηριστικά: ‘’Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά αυτά είναι σίγουρα καλά παιδιά’’», τόνισε η δημιουργός.
Τις περιπέτειες του Ζόρρο, ενός ατίθασου γάτου που ζει στο κέντρο της Αθήνας, στην περιοχή του Ψυρρή, αφηγείται η Σελάνα Βροντή στο ντοκιμαντέρ Zorro ο γάτος, μέσα από το οποίο γνωρίζουμε τους φίλους, τις φιλενάδες, την οικογένεια, αλλά και τους αντιζήλους του. «Ανακάλυψα όλα τα μέρη που πήγαινε ο Ζόρρο. Ήξερα τις φιλενάδες τους, τους φίλους και τους εχθρούς του. Έπρεπε να πλάσω ένα χαρακτήρα, αφού έλεγα μια ιστορία. Δεν ήταν όμως απλό, ενώ επίσης στην πορεία ανακάλυψα πολλά νέα πράγματα. Π.χ., δεν ήξερα ότι όλοι σχεδόν ήξεραν τον Ζόρρο, ότι ήταν κάτι σαν την μασκότ της γειτονιάς», υπογράμμισε η σκηνοθέτιδα. Όσον αφορά στον χώρο μέσα στον οποίο κινείται ο γάτος, η ίδια επεσήμανε: «Στην περιοχή του Ψυρρή όπου έμενα, ζούσαν πολλές γάτες παλιά, πράγμα που έμαθα ρωτώντας παλιότερους κατοίκους. Ωστόσο, εξαιτίας της αυξανόμενης δόμησης και του ανθρώπινου παράγοντα, πολλές γάτες εξαφανίστηκαν, άλλες σκοτώθηκαν κ.λπ. Το σίγουρο είναι πως, εκτός από αυτές, και οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν αντέχουν την ‘’μεταμόρφωση’’ της περιοχής. Κι εγώ προσωπικά, έπειτα από τρία χρόνια αναγκάστηκα να φύγω. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή του τόπου, την οποία εντοπίζω ακόμη και σήμερα ως επισκέπτρια της περιοχής».