12ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (Sugar Town-Η επόμενη μέρα - Λεηλατώντας μια ματωμένη χώρα - Τα παιδία δεν παίζει - Το κάλεσμα του βουνού)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ 18/3/10
Sugar Town – Η επόμενη μέρα, Λεηλατώντας μια ματωμένη χώρα, Τα παιδία δεν παίζει, Το κάλεσμα του βουνού

Συνέντευξη τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 18 Μαρτίου οι σκηνοθέτες Άγγελη Ανδρικοπούλου (Τα παιδία δεν παίζει), Στέλιος Αποστολόπουλος (Το κάλεσμα του βουνού), Κίμων Τσακίρης (Sugar Town – Η επόμενη μέρα) και ο Τάκης Παπαγιαννίδης μαζί τον συν-σεναριογράφο της ταινίας συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό (Λεηλατώντας μια ματωμένη χώρα), τα ντοκιμαντέρ των οποίων προβάλλονται στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Μιλώντας για την εμπειρία από τη συνεργασία της με ανήλικους πρωταγωνιστές η σκηνοθέτιδα Άγγελη Ανδρικοπούλου σημείωσε πως τα παιδιά είναι μεν απρόβλεπτα, αλλά ξεχνάνε πολύ εύκολα την ύπαρξη της κάμερας. «Το πρόγραμμα των γυρισμάτων “γκρεμιζόταν” πολύ εύκολα, αλλά από την άλλη πλευρά τα παιδιά ξεπερνούν πολύ γρήγορα την αμηχανία μπροστά στην κάμερα. Τους συνεπαίρνει αυτό που ζουν και δεν αισθάνονται άβολα και αμήχανα», τόνισε χαρακτηριστικά. Η ύπαρξη του κινηματογραφικού συνεργείου στις επισκέψεις των παιδιών στις δημόσιες υπηρεσίες λειτούργησε θετικά, όπως υπογράμμισε η σκηνοθέτιδα, στην προσπάθεια τους να πείσουν τις αρχές για την κατασκευή ενός μικρού γηπέδου: «Ανακοινώθηκε πρόσφατα από το δήμαρχο της Πάτρας ότι σ’ ένα μήνα από τώρα το γήπεδο που ήθελαν για να παίζουν έξω από το σπίτι τους και μακριά από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές θα είναι έτοιμο σ’ έναν μήνα. Η ζωή στην πόλη, όταν τα παιδιά δεν μπορούν να βγουν έξω και να παίξου, θα στραφούν στο διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια». Τα παιδιά στο ντοκιμαντέρ χρησιμοποιούν έννοιες, όπως την εξουσία της ψήφου, προκειμένου να τραβήξουν της προσοχή των αρχών και σύμφωνα με την κ. Ανδρικοπούλου γνωρίζουν πώς συμπεριφέρονται οι ενήλικες σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Μιλώντας για το Κάλεσμα του Βουνού ο σκηνοθέτης Στέλιος Αποστολόπουλος τόνισε πως ο χαρακτήρας του ντοκιμαντέρ, ο Γιάννης, αναλαμβάνει το επάγγελμα του παραδοσιακού βοσκού για να τιμήσει την οικογένεια του και τη μνήμη του ξαδέρφου του Ηλία. «Ο Γιάννης αφήνει την οικογένεια που έχει φέρει ο ίδιος στη ζωή του για να στηρίξει την οικογένεια που τον έχει φέρει στη ζωή. Έτσι αρχίζει μια περιπέτεια για τον ίδιο με τις δυσκολίες της ζωής στο βουνό και της κτηνοτροφίας και εγώ τον ακολουθώ για περίπου 1,5 χρόνο», τόνισε ο σκηνοθέτης. Οι δυσκολίες των γυρισμάτων, όπως σημείωσε ο κ. Αποστολόπουλος, αφορούσαν στην αποδοχή της κάμερας από τον Γιάννη, αλλά και στην αποδοχή του σκηνοθέτη από τους κατοίκους του παραδοσιακού χωριού της δυτικής Κρήτης. «Πέρασαν μήνες μέχρι να μην είμαι ο περίεργος του χωριού και να μπορώ να πηγαίνω άνετα στο καφενείο, να με κερνάνε και να τους κερνάω. Ο Γιάννης, αν και στην αρχή του άρεσε η ιδέα, αργότερα άρχισε να νιώθει εκτεθειμένος στο φακό. Αντιμετώπισα θυελλώδεις εκρήξεις, αλλά με επιμονή και υπομονή τα καταφέραμε». Για τις ανάγκες της ταινίας ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να ανέβει 10 φορές στο βουνό σε υψόμετρο 1.800 μέτρων διανύοντας την απόσταση από το χωριό με αυτοκίνητο και από το τέλος του χωματόδρομου με τα πόδια σε μια πορεία τεσσάρων ωρών. «Αν και κατάγομαι από τα Χανιά της Κρήτης δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με τα Λευκά Όρη, παρά μόνο όταν ανέβηκα για να βρω τους γυπαετούς και τους βοσκούς. Μιλάμε για μια αλπική έρημο, περισσότερες από 20 κορυφές πάνω από 2.000 μέτρα και δύο ξεχασμένους κτηνοτρόφους».

Μιλώντας για την ταινία του Sugar Town – Η επόμενη μέρα ο Κίμων Τσακίρης σημείωσε ότι λόγω της σύνδεσης που έχει με τους ανθρώπους της περιοχής ένιωσε ότι θα μπορούσε να πει μια διαφορετική ιστορία από αυτή που προβλήθηκε στα ΜΜΕ. «Ο στόχος μου ήταν να κάνω ένα άλμα στα χρόνια και να πω μια ιστορία συλλογικής ευθύνης. Το πώς αρχίζουμε ζητώντας μικρές χάρες από τους πολιτικούς ή τους τοπικούς άρχοντες και μετά χτίζεται ένα σύστημα που παρόλο που ξέρουμε τι συμβαίνει δεν μπορούμε να πούμε ποιος φταίει διότι είμαστε κομμάτι του συστήματος», τόνισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Εάν μετά από μια καταστροφή δεν σκεφτούμε πως θα καταφέρουμε να ανακτήσει την αξία της η γη αλλά πρέπει να την πουλήσουμε για να βγάλουν κάποιοι βραχυπρόθεσμο κέρδος τότε έχουμε πρόβλημα. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχουν άπειρα παραθυράκια για τους ανθρώπους που θέλουν να βγάλουν κέρδος και αυτό δείχνει μια δυσλειτουργία των θεσμών και της δημοκρατίας».

«Σε κάθε πολεμική σύρραξη τα θύματα είναι οι άνθρωποι που χάνουν τους δικούς τους, τον τόπου τους και αναγκάζονται να ζουν σε μια συνθήκη που δεν έχουν επιλέξει. Σ’ αυτή τη βάση ο καθένας είτε είναι Τουρκοκύπριος ή Ελληνοκύπριος έχει τον διακαή πόθο να γυρίσει σπίτι του». Μ’ αυτή τη φράση ο σκηνοθέτης Τάκης Παπαγιαννίδης ο οποίος επισκέφθηκε την Κύπρο μαζί με τον Βασίλη Βασιλικό, περιγράφει την ανθρώπινη κατάσταση που βίωσε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ Λεηλατώντας μια ματωμένη χώρα. «Δεν είναι μόνο Ελληνοκύπριοι που μετοίκησαν, αλλά και πολλοί Τουρκοκύπριοι άλλαξαν τόπο διαμονής, τη στιγμή που ο τουρκικός στρατός έφερνε αναγκαστικούς μετανάστες από την Ανατολία, πάμφτωχους ανθρώπους, για να ζήσουν στα κατεχόμενα», τόνισε ο κ. Παπαγιαννίδης. Ένα πρόβλημα που αναδεικνύει το φιλμ, όπως σημείωσε ο σκηνοθέτης, είναι ότι στην περιοχή διαβιούν περισσότερες από πέντε εθνότητες και όχι δύο. «Είναι οι Τουρκοκύπριοι, οι Ελληνοκύπριοι, οι Μαρωνίτες, οι Καθολικοί, οι Λατίνοι, οι Αρμένιοι που συνυπήρχαν αιώνες μεταξύ τους και τώρα θέλουν να βρουν μια λύση για συνυπάρξουν ξανά», υπογράμμισε ο κ. Παπαγιαννίδης και πρόσθεσε ότι: «Το ζήτημα της Κύπρου δεν θα λυθεί ποτέ καθώς ένα μεγάλο τμήμα της Κύπρου ανήκει στη Μεγάλη Βρετανία και εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση της Μεσογείου που χρησιμοποιούν οι αμερικάνοι. Σε τρία λεπτά ένα πολεμικό αεροσκάφος βρίσκεται από εκεί στο Ισραήλ».

Μιλώντας για τις λεηλασίες που σημειώθηκαν στον πολιτιστικό πλούτο της Κύπρου ο σκηνοθέτης τόνισε ότι πρόκειται για ένα παράδειγμα διεθνούς λαθρεμπορίου και αρχαιοκαπηλίας. «Μετά την κάθε πολεμική σύγκρουση παρατηρούμε λεηλασίες και καταστροφές στους πολιτιστικούς θησαυρούς των χωρών. Το είδαμε στη Βαγδάτη, το Κόσοβο, το Ιράκ. Από αυτό επωφελούνται μεγάλα μουσεία και οργανισμοί. Στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει επιδικαστεί να επιστραφούν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες που βρέθηκαν σε μουσείο του Τέξας. Το μουσείο παραδέχεται ότι είναι κυπριακά αλλά επειδή πλήρωσε για να τα αγοράσει ήρθε σε συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία και τα εκθέτει περίπου 30 χρόνια προκειμένου να αποσβέσει το κεφάλαιο του», σημείωσε χαρακτηριστικά.

«Δεν θέλαμε να είναι καταγγελτική η ταινία, αλλά να δούμε τι θα γίνει στο μέλλον. Η προσπάθεια που αρχίζει από την αποκατάσταση των μνημείων με τη συνεργασία των δύο λαών και ξένων ειδικών μπορεί να περάσει αργότερα στην πολιτική», σημείωσε ο Βασίλης Βασιλικός. Το ντοκιμαντέρ, όπως τόνισε ο κ. Βασιλικός, γυρίστηκε κατά 80% στα κατεχόμενα και σημείωσε πως αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν ορισμένα τεχνάσματα για να γυρίσουν τις απαραίτητες σκηνές: «Είχαμε συνεχώς μαζί μας δύο συνοδούς και για να αφήσουν ελεύθερο τον Τάκη να κάνει τα γυρίσματα που ήθελε σε μη εγκεκριμένες περιοχές, τους απασχολούσα ζητώντας τους να μου μάθουν τούρκικα διαβάζοντας δικά μου μεταφρασμένα βιβλία». Είναι χαρακτηριστικό το τμήμα του ντοκιμαντέρ που αναφέρεται στα κειμήλια που διεκδικεί η Κύπρος από τη Γερμανία. «Το ’74 ένας τούρκος σπουδαίος συντηρητής έργων τέχνης έκλεψε διάφορα κειμήλια μετά την εισβολή του στρατού. Μετά από έρευνα της αστυνομίας βρέθηκαν στο σπίτι του και από τότε προσπαθεί η Κύπρος να τα πάρει πίσω καθώς το αίτημα της επιστροφής τους απορρίφθηκε από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο», τόνισε ο κ. Βασιλικός.
Μιλώντας για τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος ο κ. Παπαγιαννίδης τόνισε ότι και οι δύο πλευρές έχουν αντιληφθεί πως δεν ωφελεί να συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση. «Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες αναστήλωσης μνημείων και στα δύο τμήματα της Κύπρου και ανακύπτουν σοβαρά ζητήματα, όπως η κατάρρευση της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας στην κατεχόμενη Λευκωσία και η μεσαιωνική πόλη της Αμμοχώστου», τόνισε ο σκηνοθέτης.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με το στόχο του ντοκιμαντέρ Sugar Town – Η επόμενη ημέρα, ο σκηνοθέτης Κίμων Τσακίρης τόνισε ότι ήθελε να ευαισθητοποιήσει τους θεατές και «να σκεφτούμε όλοι ότι αυτά που συμβαίνουν γύρω μας δεν προέρχονται από κάποιο μακρινό κέντρο λήψης αποφάσεων, αλλά ξεκινά από τις τοπικές κοινωνίες και μετά φτάνει πιο ψηλά».

Στη συνέντευξη τύπου παραβρέθηκαν και μαθητές από το 3ο Γυμνάσιο Χαριλάου της Θεσσαλονίκης που ενδιαφέρονται για την τέχνη του ντοκιμαντέρ και έθεσαν το ερώτημα εάν η καλλιτεχνική δημιουργία εξασφαλίζει ένα προσοδοφόρο επάγγελμα. «Εάν δεν προσπαθήσετε δεν θα μάθετε ποτέ. Εάν πάνε όλα καλά θα είστε ευτυχισμένοι, αν όχι θα κάνετε κάτι άλλο, αλλά πρέπει να το προσπαθήσετε», τόνισε η σκηνοθέτιδα Άγγελη Ανδρικοπούλου.