12ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 15/03/2010

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 15-3-2010

Το δεύτερο «Κουβεντιάζοντας» πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010 στην αίθουσα «Excelsior» του ξενοδοχείου Electra Pallas, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στη συζήτηση συμμετείχε η σκηνοθέτιδα Ευδοξία Μπρα (Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και Τέμενος - Ιδιοφεγγής) και οι Λάντον βαν Σουστ και Τζέρεμι Λεβάιν, σκηνοθέτης και παραγωγός αντίστοιχα του ντοκιμαντέρ Καλή τύχη. Την κουβέντα συντόνισε ο Καναδός σκηνοθέτης, παραγωγός, αλλά και πολιτικός ακτιβιστής Πίτερ Ουιντόνικ, φίλος του Φεστιβάλ.

Συνδετικός κρίκος των δυο ντοκιμαντέρ αποτελεί το γεγονός ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αφορούν σε καλλιτέχνες. Αυτή η αναφορά, στην περίπτωση της ταινίας Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και Τέμενος – Ιδιοφεγγής είναι σαφώς άμεση, καθώς το φιλμ ακολουθεί τα ίχνη της ζωής και του έργου του σπουδαίου avant-garde κινηματογραφιστή Γκρέγκορι Μαρκόπουλου. Με τη σειρά του, το ντοκιμαντέρ Καλή τύχη, εξετάζοντας τις αμφίσημες επιπτώσεις της «ξένης βοήθειας» για την εξάλειψη της φτώχειας στην Αφρική, αναφέρεται μεταξύ άλλων και στους καλλιτέχνες που δίνουν φιλανθρωπικές συναυλίες σε συνεργασία με διάφορες οργανώσεις υπηρετώντας τον συγκεκριμένο σκοπό. Με αφορμή τον επίκαιρο καταστροφικό σεισμό στην Αϊτή, οι συντελεστές της ταινίας, Λάντον βαν Σουστ και Τζέρεμι Λεβάιν, ερωτήθηκαν στο πλαίσιο του «Κουβεντιάζοντας» σχετικά με τον λόγο για τον οποίο συνεχίζουν να πραγματοποιούνται εκδηλώσεις τέτοιου τύπου, τη στιγμή που «όλοι ξέρουν ότι τα χρήματα δεν πάνε εκεί που πρέπει», όπως ειπώθηκε. Η απάντηση των Λάντον βαν Σουστ και Τζέρεμι Λεβάιν ήταν λιτή και κατηγορηματική: «Αυτό ακριβώς θελήσαμε να δείξουμε στην ταινία!». Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Το ενδιαφέρον μου ήταν περισσότερο προσωπικό και λιγότερο πολιτικό. Πληροφορούμαστε συνεχώς για συναυλίες π.χ. του Μπόνο ή άλλων γνωστών καλλιτεχνών, οι οποίοι στο πλαίσιο του ΟΗΕ ή διαφόρων οργανώσεων συγκεντρώνουν χρήματα για να τα δώσουν στους φτωχούς. Ωστόσο, μήπως η – άμεση ή έμμεση - βοήθεια που παρέχει ο αναπτυγμένος κόσμος έχει κακό αντίκτυπο στις ζωές αυτών των ανθρώπων; Μήπως μερικές φορές η βοήθεια όχι απλά δεν υφίσταται σε πρακτικό επίπεδο, αλλά υπάρχουν και αρνητικές συνέπειες για αυτούς;». Ο δημιουργός τόνισε ότι συνάντησε κλειστές πόρτες από διάφορες οργανώσεις όταν θέλησε να ακούσει την άποψή τους επάνω στο συγκεκριμένο θέμα, ενώ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι ήδη προεξοφλεί και την αρνητική αντίδραση του ΟΗΕ όταν το ντοκιμαντέρ παρουσιαστεί επισήμως στο Ναϊρόμπι τον Ιούνιο. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, δήλωσε: «Φυσικά, αντιμετωπίσαμε πρόβλημα και με τους ανθρώπους στην Αφρική. Μπορεί από την πλευρά μου να είχα μεγάλο ενθουσιασμό που θα δούλευα εκεί και να αφιέρωσα πολύ χρόνο για να προετοιμαστώ σωστά, όμως οι άνθρωποι δεν έπαυαν να είναι διστακτικοί. Βλέπετε, δεν εμπιστεύονται τους ξένους. Από τη μια μεριά, βλέπουν τον ΟΗΕ, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Κένυας, να γκρεμίζει με μπουλντόζες τα σπίτια τους θέλοντας να ανοικοδομήσει μπλοκ κατοικιών χωρίς κανένα σεβασμό στην παράδοσή τους. Από την άλλη, όπως επίσης φαίνεται και στην ταινία, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την περίπτωση ενός αμερικανού επενδυτή που διέθεσε 25 εκ. δολάρια προκειμένου να στήσει υποδομές στην περιοχή, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν την έγκριση της τοπικής κοινωνίας».

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Λάντον βαν Σουστ, το αίσθημα του δημιουργού ο οποίος αναπόφευκτα παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα, είναι παρόν όχι μόνο κατά την κινηματογράφιση του ντοκιμαντέρ. «Κατά τη διάρκεια του μοντάζ αισθανόμουν σαν να εκπροσωπώ εν μέρει αυτούς τους ανθρώπους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος. Ο συνοδοιπόρος του σε αυτό το εγχείρημα, παραγωγός Τζέρεμι Λεβάιν, ερωτώμενος σχετικά με το εάν έχει συζητήσει ποτέ για αυτά τα ζητήματα με καλλιτέχνες οι οποίοι κάνουν τέτοιες φιλανθρωπικές συναυλίες, αναρωτήθηκε με χιούμορ εάν... έχει κανείς τον τηλεφωνικό αριθμό του Μπόνο. Παράλληλα, ο ίδιος παραδέχθηκε πως «το θέμα που θίγεται στην ταινία δεν βοηθούσε και πολύ στο να καταφέρουμε να αποσπάσουμε χρηματοδότηση». Σε αυτό το σημείο, ο συντονιστής της συζήτησης, Πίτερ Ουιντόνικ, σχολίασε το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για την Αϊτή, κάνοντας λόγο για βοήθεια που δόθηκε ώστε, με τη σειρά της, να παραχωρηθεί σε δυτικές εταιρίες που θα «αναμορφώσουν» τη χώρα.

Από την πλευρά της, η Ελληνοαμερικανίδα σκηνοθέτιδα Ευδοξία Μπρα στην ταινία της Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και Τέμενος - Ιδιοφεγγής ασχολήθηκε με τον Γρηγόρη Μαρκόπουλο, έναν σπουδαίο, καταξιωμένο στον τομέα του, εκπρόσωπο του πειραματικού κινηματογράφο. Ο επίσης Ελληνοαμερικανός κινηματογραφιστής καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμενε μακριά από τη δημοσιότητα και η Ευδοξία Μπρα έμαθε – σχεδόν τυχαία - για αυτόν, ενώ σπούδαζε πειραματικό κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο. «Ο Γκρέγκορι Μαρκόπουλος δημιούργησε σε μια εποχή που οι βιντεοκάμερες ήταν πάρα πολύ διαφορετικές και η δουλειά του, από τεχνικής άποψης, είναι πραγματικά μοναδική. Κάποιες φορές δεν χρειαζόταν καν να προβάλλει το έργο του – το οποίο πάντοτε ολοκλήρωνε μόνος του – καθώς το είχε όλο οπτικοποιημένο στο μυαλό του. Είχα την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με τη δουλειά του στο πλαίσιο ειδικών προβολών που έγιναν στην Πελοπόννησο και συνειδητοποίησα το μέγεθος της ιδιοφυΐας του. Πιστεύω πως δεν αναγνωρίστηκε αρκετά, παράλληλα όμως υπήρξε και ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Δεν ήθελε να έχει σχέση σχεδόν με κανέναν και ουσιαστικά το ‘’πρόσωπό’’ του σε κοινωνικό επίπεδο ήταν ο συνεργάτης και σύντροφός του, Ρόμπερτ Μπίβερς. Σήμερα ο Μπίβερς, έχοντας σαφώς διαφορετικό καλλιτεχνικό στίγμα από τον μέντορά του, ακολουθεί την δική του, αξιόλογη καλλιτεχνική πορεία».

Μιλώντας για την σχέση του Γκρέγκορι Μαρκόπουλου με την Ελλάδα, η Ευδοξία Μπρα αναφέρθηκε αναπόφευκτα και στη δική της σχέση με την χώρα μας. «Η αλήθεια είναι πως η αγάπη μας για την Ελλάδα είναι κοινή. Και μπορεί ο Μαρκόπουλος να έφυγε από την Αμερική θεωρώντας πως δεν αναγνωρίζεται το έργο του για να μεταβεί έπειτα στην Ελβετία, εγώ από τη μεριά μου ήρθα στην Ελλάδα παρά τις προτροπές όλων όσων μου έλεγαν ‘’μην πηγαίνεις, δεν θα έχει καμιά σχέση με αυτό που ήξερες στις ΗΠΑ’’, κλπ. Τελικά, εδώ συνάντησα ανθρώπους χαμογελαστούς, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση ήθελαν να με βοηθήσουν να ολοκληρώσω το έργο μου». Το ντοκιμαντέρ της νεαρής δημιουργού ίσως μεταδοθεί και από την ελληνική τηλεόραση εάν ευοδωθούν οι σχετικές διαπραγματεύσεις, ωστόσο το στοίχημα για την ίδια είναι να ολοκληρώσει την ταινία όπως ακριβώς την φαντάζεται, αφού η κόπια που έφερε στη Θεσσαλονίκη για το 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ είναι μια μάλλον πρώτη εκδοχή του ντοκιμαντέρ. «Θα ήθελα πάρα πολύ να πείσω τον Ρόμπερτ Μπίβερς να μου παραχωρήσει και άλλο αρχειακό υλικό του Γκρέγκορι Μαρκόπουλου. Έχω πολλές φωτογραφίες και επιπλέον γραπτό υλικό για εκείνον, όμως διαθέτω ελάχιστο κινηματογραφημένο υλικό με τον ίδιο. Μέχρι σήμερα, το υλικό που εξασφάλισα ήταν δωρεάν, φοβάμαι όμως ότι για οτιδήποτε περαιτέρω θα χρειαστεί να καταβάλλω ένα αντίτιμο, χρήματα τα οποία ούτως ή άλλως έχει ανάγκη ο Ρόμπερτ Μπίβερς στην προσπάθειά του να διασώσει το αρχείο του Μαρκόπουλου». Κλείνοντας το «Κουβεντιάζοντας», η Ευδοξία Μπρα έδωσε με χιούμορ το στίγμα της αποδοχής της δουλειάς της: «Μια από τις καλύτερες ατάκες που έχω ακούσει για την ταινία ανήκει στον πατέρα μου, ο οποίος όταν είδε το ντοκιμαντέρ, μου είπε: ‘’Νόμιζα θα ήταν βαρετό, αλλά αυτό τελικά είναι ενδιαφέρον’’».