ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 19/11
Ahmad Abdalla (Heliopolis), David Lowery (St. Nick),
Anthony Gittens (διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ουάσιγκτον), Σπύρος Θωμόπουλος (κριτικός κινηματογράφου)
Η ευελιξία του σεναρίου και η ελλειπτική αφήγηση, η οργάνωση ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ καθώς και ο ρόλος των κριτικών κινηματογράφου, αποτέλεσαν τους κύριους θεματικούς άξονες στο πέμπτο «Κουβεντιάζοντας» του 50ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου, στο Αντλιοστάσιο, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Έλενα Χριστοπούλου.
Στην συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ahmad Abdalla (Heliopolis) και David Lowery (St. Nick), ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ουάσιγκτον, Anthony Gittens και ο κριτικός κινηματογράφου Σπύρος Θωμόπουλος.
Η προβολή αποσπασμάτων από τις ταινίες Heliopolis και St. Nick, οι οποίες συμμετέχουν στο Διεθνές Διαγωνιστικό της φετινής επετειακής διοργάνωσης, αποτέλεσε την αφορμή ώστε οι δύο κινηματογραφιστές να μιλήσουν για τις ιδιαιτερότητες των γυρισμάτων των ταινιών τους. «Αυτή η ταινία ήταν ένα ρίσκο για μένα. Όλοι όσοι δούλεψαν σε αυτή ήταν έμπειροι επαγγελματίες, οι οποίοι όμως δέχθηκαν να εργαστούν δωρεάν. Ουσιαστικά δεν υπήρχε παραγωγή. Τα γυρίσματα διήρκεσαν 15-16 μέρες και η δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν να πείσω τους ηθοποιούς να δεχτούν να συμμετάσχουν δωρεάν, ξεκλέβοντας χρόνο από τις υπόλοιπες ασχολίες τους. Αντίθετα, για τους τεχνικούς, είναι πάντοτε ευκολότερο να προσαρμόσουν τα ωράριά τους», τόνισε ο Ahmad Abdalla, σκηνοθέτης της ταινίας Heliopolis, η οποία ξετυλίγει την γλυκόπικρη καθημερινότητα της ζωής των κατοίκων του Καΐρου. Ο αιγύπτιος δημιουργός διευκρίνισε ότι οι οικονομικοί και χρονικοί περιορισμοί των γυρισμάτων της ταινίας τον ώθησαν στο να δείξει «ελαστικότητα» ως προς τους διάλογους του φιλμ. «Το σενάριο ήταν μόνο 27 σελίδες. Εκείνο που επιθυμούσα εγώ ήταν να πάρουν οι ηθοποιοί μια ιδέα από αυτό και στην συνέχεια να διαμορφώσουν τους χαρακτήρες τους χωρίς να περιορίζονται από τους συγκεκριμένους διάλογους», είπε ο Ahmad Abdalla. Και πρόσθεσε: «Το επίκεντρο της ταινίας, άλλωστε, δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά η ίδια η γειτονιά του Καΐρου, την οποία θέλησα να δω με μια νοσταλγική ματιά. Οι σκηνές της ταινίας διαδοχικά συνθέτουν το παζλ της πόλης, την πορεία αυτής της γειτονιάς μέσα στο χρόνο».
Η ευελιξία και η λιτότητα του σεναρίου του ήταν ένα στοιχείο που καθόρισε την πορεία των γυρισμάτων και στην ταινία St. Nick του David Lowery, αλλά για διαφορετικούς λόγους σε σύγκριση με το Heliopolis. «Η ιστορία που αποτέλεσε τη βάση για την ταινία ήταν μικρή και την εξελίσσαμε όσο περνούσαν οι συνολικά 18 μέρες των γυρισμάτων. Για μένα, σημασία σε μια ταινία δεν έχουν τόσο τα λόγια, αλλά οι σιωπές. Γι’ αυτό, στα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας ουσιαστικά δεν υπάρχουν διάλογοι. Με τον τρόπο αυτό, ο θεατής εισέρχεται σταδιακά στην ατμόσφαιρα όπου επιθυμώ να τον εισάγω», υποστήριξε ο αμερικανός σκηνοθέτης, ο οποίος στην ταινία του εξιστορεί το σκληρό οδοιπορικό δύο μικρών παιδιών που έχουν εγκαταλείψει το σπίτι τους. Αναφερόμενος στους δυο ανήλικους πρωταγωνιστές του, ο David Lowery σημείωσε: «Η συμπεριφορά τους ήταν απόλυτα φυσική και προκειμένου να διατηρηθεί αυτό το στοιχείο, δεν τους ζήτησα καν να διαβάσουν το σενάριο. Τους το περιέγραψα εγώ και τους άφησα να το ερμηνεύσουν με δικά τους λόγια, χωρίς να αποστηθίσουν ούτε πρόταση. Είμαι τυχερός, γιατί είναι δύο παιδιά έξυπνα, δημιουργικά, με διαίσθηση, τα οποία οδήγησαν τις σκηνές της ταινίας σε κατευθύνσεις που ποτέ δεν θα περίμενα».
Όπως παρατήρησε η συντονίστρια της συζήτησης Έλενα Χριστοπούλου, ένα ακόμη κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο ταινίες είναι η απουσία των αιτιών που εξηγούν τις αρχικές πράξεις των ηρώων, με βάση τις οποίες εξελίσσεται δραματουργικά το φιλμ. Σε αυτό το σημείο, ο Ahmad Abdalla επικαλέστηκε τη γοητεία της ελλειπτικής αφήγησης, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Η σκηνή στην οποία ένας άνδρας κοιτά μέσα από μια μισάνοιχτη πόρτα, χωρίς όμως εμείς να βλέπουμε ό,τι βλέπει εκείνος και επομένως χρειάζεται να υποθέσουμε τι είναι αυτό κρίνοντας μόνο από την έκφρασή του, συμπυκνώνει την ιδέα που ήθελα να περάσω στην ταινία». Παρομοίως, ο David Lowery υπογράμμισε: «Στην ταινία, αρχικά τα δύο αδέρφια το σκάνε από το σπίτι τους, αλλά η δοκιμασία που περνούν στην συνέχεια ήταν πιο ελκυστική για μένα. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν θεώρησα απαραίτητο να παρουσιάσω τους λόγους της αρχικής πράξης τους. Όσο για το στοιχείο που άντλησα από τη δική μου παιδική ηλικία και φρόντισα να εντάξω σε αυτήν την ταινία, θα έλεγα ότι ήταν η περιέργεια να εξερευνάς τα πάντα, αλλά και να εκπλήσσεσαι από τα πάντα, όπως ακριβώς κάνουν τα παιδιά».
Την απουσία διευκρινίσεων για την αρχική φυγή των δύο παιδιών από το σπίτι τους στην ταινία St. Nick υπερασπίστηκε και ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ουάσιγκτον, Anthony Gittens: «Το να μην ξέρεις το ‘’γιατί’’, αυξάνει το ενδιαφέρον σου στο ξεκίνημα της ταινίας. Όσο περνούν τα λεπτά, όμως, τόσο ξεχνάς το αρχικό αναπάντητο ερώτημα ‘’γιατί’’ και βαδίζεις αλλού, σε πιο σημαντικά μονοπάτια». Στη συνέχεια του «Κουβεντιάζοντας», ο κ. Gittens μίλησε για τη διαδικασία οργάνωσης ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ, η οποία συνδυάζει στιγμές άγχους, αλλά και ικανοποίησης. «Αν οι ταινίες ενός φεστιβάλ μπορούν να παρομοιαστούν με έναν όμορφο κύκνο που πλέει στη λίμνη και γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, εμείς που εργαζόμαστε για αυτό το κινηματογραφικό γεγονός είμαστε τα πόδια του κύκνου, που πηγαίνουν διαρκώς πέρα - δώθε κάτω από την επιφάνεια του νερού, αλλά κανείς δεν τα βλέπει», υποστήριξε. Και πρόσθεσε «Υπάρχουν, όμως, και οι μαγικές στιγμές. Το ωραιότερο κομμάτι της δουλειάς, είναι όταν επιμένεις να προβληθεί μια ταινία στο φεστιβάλ, παρά τις τεχνικές και τις οποιεσδήποτε άλλες αντιξοότητες που μπορεί να προκύψουν, και στο τέλος γίνεσαι η αφορμή για να παρακολουθήσουν οι θεατές ένα υπέροχο φιλμ».
Στον επίλογο της συζήτησης, ανταλλάχθηκαν απόψεις σχετικά με την αμφίδρομη σχέση που συνδέει τον δημιουργό μιας ταινίας με τους διοργανωτές ενός φεστιβάλ, αλλά ακόμα περισσότερο με τους κριτικούς κινηματογράφου. Ο κριτικός κινηματογράφου Σπύρος Θωμόπουλος σημείωσε χαρακτηριστικά: «Πλέον το κοινό γνωρίζει εκ των προτέρων επαρκή στοιχεία για τις μεγάλες παραγωγές και σε σημαντικό βαθμό δεν έχει τη διάθεση ή το χρόνο να διαβάσει κάποια κριτική γι’ αυτές τις ταινίες. Η ύπαρξη των κριτικών κινηματογράφου, όμως, εξακολουθεί να αποτελεί αναγκαιότητα. Ο ρόλος του κριτικού είναι να βρίσκει τον τρόπο να παρουσιάζει στο κοινό ταινίες πιο ‘’μικρές’’ σε οικονομικά μεγέθη, οι οποίες δεν διαφημίζονται πολύ και γι΄αυτό το λόγο, σε διαφορετική περίπτωση, θα περνούσαν απαρατήρητες. Όπως ακριβώς ο κ. Gittens νιώθει όμορφα όταν συμμετέχει στο ‘’άνοιγμα’’ μίας ταινίας σε περισσότερους θεατές μέσα από την προβολή της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ουάσιγκτον, έτσι και ο κριτικός μπορεί να συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση μέσα από το δικό του ρόλο, διευρύνοντας τον πυρήνα των θεατών μιας αξιόλογης ταινίας».
Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης David Lowery τόνισε επίσης την σημασία του ρόλου των κριτικών κινηματογράφου: «Υπάρχει όντως μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ δημιουργού και κριτικού. Όχι μόνο επειδή μια κριτική μπορεί να ενθαρρύνει ή να αποθαρρύνει τους θεατές, αλλά και επειδή αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης για τον ίδιο τον σκηνοθέτη. Για εμένα, οι αρνητικές κριτικές είναι εξίσου πολύτιμες με τις θετικές, αρκεί να είναι καλογραμμένες, δηλαδή να τεκμηριώνουν την άποψη που εκφράζουν. Προσωπικά, αυτού του είδους οι κριτικές με κάνουν να σκεφτώ τι δεν έκανα καλά».