ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 20/11
Ιδιαίτερα παθιασμένη ήταν η συζήτηση των καλεσμένων του Κουβεντιάζοντας, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 20 Νοεμβρίου στο Αντλιοστάσιο. Στη συζήτηση, που συνεχίστηκε πέρα από το προγραμματισμένη της διάρκεια, συμμετείχαν ο Μπράιαν Πέρα (Πώς τα βλέπω εγώ, Focus), ο Τομ Σου-γιου Λιν (Άνεμοι του Σεπτέμβρη, Διεθνές διαγωνιστικό), ο Αλέξανδρος Αβρανάς (Without, Διεθνές διαγωνιστικό/Ελληνικό τμήμα), η Τζένα Τερρανόβα (υπεύθυνη προγράμματος του Tribeca Film Festival) και ο Ρόναλντ Μπέργκαν (κριτικός κινηματογράφου, The Guardian).
«Η ταινία μου μιλάει βασικά για την απώλεια, τη μνήμη και τις σχέσεις», ανέφερε στο ξεκίνημα της συζήτησης ο Μπράιαν Πέρα. «Την έκανα με δικά μου λεφτά, γι’ αυτό και είχα τόση ελευθερία. Μερικοί μάλιστα λένε πως ίσως είχα περισσότερη ελευθερία απ’ ότι θα έπρεπε». Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Πριν από λίγο καιρό εξέδωσα ένα μυθιστόρημα και ήρθα αντιμέτωπος με μια αντίληψη που είναι πολύ δημοφιλής αυτή την περίοδο στην Αμερική κι έχει να κάνει με την αντικειμενικότητα στην κριτική. Εγώ πιστεύω πως είναι αναπόφευκτο για έναν κριτικό να είναι υποκειμενικός. Μεγάλωσα διαβάζοντας τις κριτικές της Πολίν Καέλ στο New Yorker, η οποία σιχαινόταν τον Γούντι Άλεν, ενώ εγώ τον λατρεύω. Απλά ένιωθα ότι αυτή είναι η άποψή της, κι αυτό ήταν εντάξει. Είναι ένας διάλογος».
«Η δική μου ταινία αφορά κι αυτή στις σύγχρονες σχέσεις. Είναι το μόνο πράγμα που έχουμε και στενοχωριέμαι όταν βλέπω πως οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να δίνουν σημασία στους διπλανούς τους», τόνισε ο Αλέξανδρος Αβρανάς και συνέχισε: «Το σινεμά είναι πάντα προσωπική υπόθεση, αλλά δεν έχει καμία σημασία πια από τη στιγμή που θα συναντήσει το κοινό του. Αυτό που έχει σημασία είναι το αν ή το κατά πόσο το προσωπικό στοιχείο θα επικοινωνηθεί στους θεατές. Πιστεύω ότι πρέπει να κρατάς έναν άξονα εσύ ο ίδιος, και μετά να έχεις τις πόρτες ανοιχτές ώστε το κοινό να διαβάσει ό,τι θέλει και να εμβαθύνει όσο θέλει. Πρέπει να γίνεσαι ένας καθρέφτης για το κοινό».
«Πιστεύω πως ένας κριτικός πρέπει να είναι εντελώς ειλικρινής», δήλωσε στη συνέχεια ο Ρόναλντ Μπέργκαν. «Η αντίδρασή μου σε μια ταινία είναι η ίδια με όταν λέω την άποψή μου σε έναν φίλο μου. Ξεκινάω πάντα από το θετικό και καταλήγω στο αρνητικό – αν υπάρχει. Γι’ αυτό όμως διαφωνώ με τους κριτικούς που είναι φίλοι με κάποιους σκηνοθέτες. Αν πάω για φαγητό με κάποιον σκηνοθέτη ή ηθοποιό δε θα γράψω μετά κριτική για την ταινία του. Δεν μπορείς να πεις αυτό που θες σε κάποιον, αν είναι καλός και συμπαθητικός». Σχετικά με το αν παίζουν κάποιο ρόλο τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μιας ταινίας, ο κριτικός σημείωσε: «Δε με νοιάζει αν μια ταινία είναι αυτοβιογραφική ή όχι. Ο κριτικός κρίνει αυτό που βλέπει στην οθόνη. Ο Ρολάν Μπαρτ είχε μιλήσει για το θάνατο του δημιουργού και είχε τονίσει τη σημασία του κειμένου – πρέπει να βλέπεις μια ταινία ως μια ταινία. Προσπαθώ να μη διαβάζω τη σύνοψη μιας ταινίας ή τη βιογραφία του σκηνοθέτη της προτού την δω. Μπορεί να ξέρω ίσως περισσότερα πράγματα για το έργο του Μπέργκμαν, αλλά το πόσα βιογραφικά στοιχεία του ιδίου υπάρχουν στις ταινίες του δεν έχει σημασία. Αν και, όταν βλέπεις ταινίες σαν τις σημερινές, καταλαβαίνεις πως ο δημιουργός γνωρίζει πολύ καλά το πλαίσιο, το περιβάλλον της δράσης». Ο Μπέργκαν έκανε όλο το κοινό να γελάσει δυνατά λέγοντας, όταν αναφορικά με την ταινία του Τομ Σου-γιου Λιν που έχει εφήβους για πρωταγωνιστές, σχολίασε: «Μισώ τους εφήβους, στη ζωή και στο σινεμά. Προσπαθώ να τους αποφύγω όσο μπορώ και πιστεύω πως πρέπει να πάνε όλοι τους σ’ ένα έρημο νησί και μετά να επιστρέψουν ενήλικοι και να απορροφηθούν από την κοινωνία!»
«Στην Ταϊβάν εκτιμούμε πολύ τους κριτικούς», απάντησε στον Μπέργκαν ο Λιν, «ίσως γιατί είμαστε πολύ ευγενικοί ως λαός και δεν εκφράζουμε την άποψή μας στους άλλους κι αυτό δημιουργεί προβλήματα. Η κοινότητά μας είναι μικρή κι όλοι γνωριζόμαστε, οπότε όταν ένας φίλος σου κάνει μια κακή ταινία, δεν ξέρεις τι να του πεις. Αλλά το αποτέλεσμα είναι πως όλοι κάνουμε κακές ταινίες γιατί είμαστε όλοι ευγενικοί μεταξύ μας και δε λέμε τι πραγματικά σκεφτόμαστε! Οπότε όταν ένας σωστός κριτικός εκφράσει τη γνώμη του, λειτουργεί ως καθρέφτης για το σινεμά μας». Και συνέχισε: «Το να κάνεις ταινία στην Ταϊβάν είναι πολύπλοκο. Οι σκηνοθέτες της ηλικίας μου, κοιτάζουμε την ιστορία της χώρας μας και προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο διαφυγής από αυτήν. Σκηνοθέτες όπως ο Χου Χσιάο Χσιέν, ο Έντουαρντ Γιανγκ και ο Τσάι Μινγκ Λιανγκ έχουν θέσει ένα πρότυπο στα διεθνή φεστιβάλ. Αλλά αυτό ήταν τη δεκαετία του ’80. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά αρκετοί σκηνοθέτες, τώρα στα 40 τους, έκαναν μια ταινία, πήγαν σε ξένα φεστιβάλ, αλλά δεν έκαναν επιτυχία και πλέον είναι χρεωμένοι τρομερά και δουλεύουν με άθλιες συνθήκες για την τηλεόραση. Αυτό μας φοβίζει».
«Είμαι υπεύθυνη προγράμματος στο φεστιβάλ Tribeca στη Νέα Υόρκη», ανέφερε, παίρνοντας το λόγο, η Τζένα Τερρανόβα. «Η δουλειά μας δεν είναι αυτή του κριτικού. Σαφώς και βλέπουμε τις ταινίες με κριτική ματιά και έχοντας τους κριτικούς υπόψιν, γιατί εννοείται πως θέλεις το πρόγραμμα του φεστιβάλ σου να αρέσει τόσο στους κριτικούς, όσο και στο κοινό. Σκέφτεσαι το κοινό που θα έρθει στις ταινίες σου, θες να τους προσφέρεις ταινίες που θα δυσκολεύονταν να βρουν κανονική διανομή, θες να τους φέρεις κάτι από τον υπόλοιπο κόσμο. Παλιότερα έκανα τη δουλειά του αγοραστή, που είναι διαφορετική. Εκεί ενδιαφέρεσαι μεν για τους κριτικούς και τι θα πουν, αλλά επειδή πρόκειται για επένδυση σκέφτεσαι πόσα λεφτά θα διαθέσεις στο μάρκετινγκ της κάθε ταινίας και πώς θα την προωθήσεις. Σκέφτεσαι ακόμα πιο σοβαρά το κοινό».