Η προβολή της ταινίας Μόνο στη Γη / Only on Earth πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 15 Μαρτίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, σε συνεργασία με το ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, παρουσία της σκηνοθέτριας Ρόμπιν Πετρέ, στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Η ταινία μάς μεταφέρει στη νότια Γαλικία, μία από τις πιο ευάλωτες περιοχές της Ευρώπης στον κίνδυνο πυρκαγιών, αναδεικνύοντας τη σκληρή ομορφιά και τη λεπτή ισορροπία του φυσικού κόσμου. Στη διάρκεια του πιο ζεστού καλοκαιριού που έχει καταγραφεί ποτέ, οι ανεξέλεγκτες φλόγες καταπίνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, ενώ άνθρωποι και ζώα δίνουν τη δική τους μάχη για να επιβιώσουν. Τα άγρια άλογα, που για αιώνες περιπλανιούνται στις ορεινές εκτάσεις της Γαλικίας, παίζουν κρίσιμο ρόλο στην πρόληψη των πυρκαγιών, μειώνοντας τη βλάστηση που μπορεί να λειτουργήσει ως καύσιμη ύλη. Ωστόσο, η μείωση του πληθυσμού τους φέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση ανάμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα και τη φύση. Μετά την προβολή ακολούθησε συζήτηση με τη συμμετοχή του Μιχάλη Γουδή, Διευθυντή του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ (γραφείο Θεσσαλονίκης, Ελλάδα), το οποίο υποστήριξε την προβολή, τη σκηνοθέτρια Ρόμπιν Πετρέ και τον φωτογράφο Ιλίρ Τσούκο.
Το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ υποστήριξε πρόσφατα ένα πρότζεκτ με τίτλο Beyond Destruction για τις πληγείσες περιοχές από φυσικές καταστροφές το καλοκαίρι του 2023. Ο φωτογράφος Ιλίρ Τσούκο και η συγγραφέας Άνια Τρόλενμπεργκ έκαναν ένα οδοιπορικό στη Ρόδο, στη Θεσσαλία και στον Έβρο λίγους μήνες μετά τις καταστροφές, καταγράφοντας την απόγνωση αλλά και την ελπίδα, τα προβλήματα και την ανθεκτικότητα των ανθρώπων και των κοινοτήτων τους, συνδέοντας εμμέσως τις επιμέρους ιστορίες με την κλιματική κρίση που βιώνει συνολικά ο πλανήτης. Το πρότζεκτ Beyond Destruction είναι μια ιστορία για την επιβίωση, το νόημα της κοινότητας και το ακατάβλητο ανθρώπινο πνεύμα.
Την εκδήλωση προλόγισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, Επικεφαλής Προγράμματος του Φεστιβάλ, ο οποίος καλωσόρισε το κοινό και πρόσθεσε: «Είμαστε πολύ χαρούμενοι που για μία ακόμα φορά συνεργαζόμαστε με το ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, για να προβάλουμε μαζί μια ταινία που μιλάει για ένα πολύ καίριο και σημαντικό θέμα που μας αφορά όλους. Μετά την ταινία θα ακολουθήσει συζήτηση, παρουσία της σκηνοθέτιδας, Ρόμπιν Πετρέ». Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο Μιχάλης Γουδής: «Θα έχουμε τη χαρά να συζητήσουμε με τη σκηνοθέτιδα Ρόμπιν Πετρέ, τον φωτογράφο Ιλίρ Τσούκο, αλλά και τον μελισσοκόμο από τον Έβρο, Γιώργο Καραφυλλίδη, οι οποίοι θα παρουσιάσουν διαφορετικές οπτικές γύρω από το ευρύτερο ζήτημα της κλιματικής κρίσης. Θα συζητηθεί το πώς εμείς ως άνθρωποι παρεμβαίνουμε στο φυσικό περιβάλλον, τι συμβαίνει όταν η δική μας παρέμβαση προκαλεί ακραία φαινόμενα και τέλος πώς μπορούμε να συνεχίσουμε μετά την καταστροφή».
Μετά την προβολή της ταινίας ακολούθησε εκτεταμένο Q&A. Αρχικά, η Ρόμπιν Πετρέ είπε: «Με ενδιαφέρουν πρωτίστως οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ζώων και το πώς η φύση αλλάζει συνεχώς γύρω μας, γεγονός το οποίο μας καλεί να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας μαζί της. Η αλλαγή αυτή συντελείται σε όλο τον κόσμο, τόσο στην Ισπανία απ’ όπου κατάγομαι όσο και σε τόσες άλλες χώρες. Το Μόνο στη Γη είναι μέρος αυτής της εξερεύνησης, την οποία πραγματοποιώ στις τελευταίες μου ταινίες, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, εξετάζοντας διαφορετικά ζητήματα σε διαφορετικές χώρες. Μεγάλωσα σε ένα μικρό χωριό στην άκρη ενός εθνικού πάρκου στη Δανία, με πολλά οικόσιτα και άγρια ζώα κοντά μου, στοιχείο που με έχει διαμορφώσει ως άνθρωπο. Ο φυσικός κόσμος ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα μέρη της ζωής μου ως παιδί και ως νεαρή γυναίκα. Με τα χρόνια καταλαβαίνω πως η φύση έχει αλλάξει τόσο πολύ, ακόμα και στο μέρος όπου μεγάλωσα. Προσωπικά, πιστεύω πως κάτι πολύ λανθασμένο συμβαίνει στο πώς αλλάζουμε το φυσικό τοπίο και καταστρέφουμε τους φυσικούς βιότοπους. Πιέζουμε τη βιοποικιλότητα σε επικίνδυνο βαθμό, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα για την άγρια ζωή αλλά και για εμάς τους ίδιους. Αυτό είναι ένα από τα κύρια θέματα που εξετάζει η ταινία», ανέφερε η σκηνοθέτιδα.
Σχετικά με την εμπειρία της στη Γαλικία, το μέρος που πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας, η Ρόμπιν Πετρέ τόνισε τα εξής: «Έχω πάει στη Γαλικία μόνο κατά τη δημιουργία αυτής της ταινίας, οπότε η πρώτη φορά που βρέθηκα εκεί ήταν το 2021. Έκανα πολλούς φίλους εκεί, προσπαθώντας να κατανοήσω την περιοχή και τη ζωή της. Παρατήρησα τα βουνά όπου ζουν τα άγρια άλογα, τα οποία τώρα είναι γεμάτα ανεμογεννήτριες. Τα νέα οδικά δίκτυα που δημιουργήθηκαν για την εγκατάσταση και συντήρηση των ανεμογεννητριών δυσκολεύουν τη ζωή των άγριων ζώων, ειδικά των αλόγων, γιατί φέρνουν ανθρώπους σε μέρη που παλιά δεν επισκέπτονταν. Αυτή η συνθήκη οδήγησε σε μείωση του πληθυσμού των άγριων αλόγων, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εξισορρόπηση του οικοσυστήματος. Τα άγρια άλογα είναι τα μόνα ζώα τα οποία τρώνε έναν συγκεκριμένο ενδημικό αγκαθωτό θάμνο στην περιοχή της Γαλικίας, ο οποίος μπορεί να φτάσει σε ύψος τα τέσσερα μέτρα και να αποτελέσει τεράστιο κίνδυνο πυρκαγιάς. Τα άλογα είναι ειδικά προσαρμοσμένα μετά από αιώνες για να τρώνε αυτόν τον συγκεκριμένο θάμνο, ο οποίος, αν δεν φαγωθεί, μπορεί να καλύψει ολόκληρα βουνά».
Η σκηνοθέτιδα αναφέρθηκε στις δυσκολίες των γυρισμάτων μέσα σε πυρκαγιές: «Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε ήταν η αδυναμία πρόβλεψης των πυρκαγιών. Η Γαλικία είναι μια τεράστια περιοχή. Συχνά αναγκαζόμασταν να οδηγούμε για δύο ώρες για να φτάσουμε σε μια πυρκαγιά, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούσαμε να την πλησιάσουμε λόγω των αστυνομικών φραγμών. Έτσι, δεν μπορούσαμε να τραβήξουμε κανένα πλάνο. Κατά την επιστροφή, ήμασταν σε διαρκή επιφυλακή για να εντοπίσουμε πυρκαγιές που θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε. Για να το πετύχουμε αυτό, ήταν απαραίτητο να δημιουργήσουμε φιλίες και καλές σχέσεις με τους πυροσβέστες της περιοχής. Η παρουσία ενός έμπειρου πυροσβέστη που μπορούσε να κατανοήσει και να προβλέψει την κατεύθυνση και την εξέλιξη της φωτιάς ήταν ανεκτίμητη, καθώς οι πυρκαγιές αυτές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες καθότι κινούνται με απίστευτη ταχύτητα. Επιπλέον, αντιμετωπίσαμε προβλήματα με τον εξοπλισμό μας. Η κάμερα έλιωσε σε κάποια σημεία και χρειάστηκε να την αντικαταστήσουμε. Ένα πυροσβεστικό όχημα πάτησε ένα από τα τρίποδά μας, και στις τρεις τα ξημερώματα έπρεπε να καταβληθούν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να σώσουμε τα πλάνα».
«Πέρα από τις τεχνικές δυσκολίες, η αισθητική της ταινίας ήταν εξίσου σημαντική για μένα και τον φωτογράφο μου» συνέχισε η Ρόμπιν Πετρέ. «Ήθελα να χρησιμοποιήσω ευρυγώνιους φακούς, που μου επιτρέπουν να βυθίσω τον θεατή στην εμπειρία. Τραβήξαμε τα πλάνα με φακούς 28mm και 35mm, τοποθετημένοι κυριολεκτικά δίπλα στους πυροσβέστες. Αυτή η προσέγγιση, σε αντίθεση με το ζουμ από μακριά, δημιουργεί μια εντελώς διαφορετική αίσθηση, την οποία ήθελα να αποτυπώσω στην ταινία. Το ίδιο ίσχυε και για τις σκηνές με τα άλογα. Βρισκόμασταν στο κοπάδι, σε απόσταση μόλις 50 εκατοστών από τα ζώα. Αυτό απαιτούσε πολλές λήψεις και επαναλήψεις, καθώς ένα λάθος θα μπορούσε να καταστρέψει την κάμερα. Αλλά ήταν απαραίτητο να πετύχουμε αυτή την αίσθηση εγγύτητας και αμεσότητας, να μεταφέρουμε την ένταση και την αίσθηση του κατεπείγοντος, το πώς είναι να βρίσκεσαι μέσα σε ένα κοπάδι αλόγων που περικυκλώνεται από τη φωτιά. Όσον αφορά το πώς ένιωσα εκείνη τη στιγμή, δυσκολεύομαι να το περιγράψω. Ήμουν τόσο συγκεντρωμένη στη δουλειά μου, στην εικόνα, στον χρόνο, στις κινήσεις, που δεν είχα χρόνο να επεξεργαστώ τα συναισθήματά μου. Ήμουν εκεί ως σκηνοθέτρια, προσπαθώντας να κάνω την ταινία να λειτουργήσει. Όλη μου η ικανότητα και η προσοχή ήταν στραμμένη στην επιβίωση και στην ολοκλήρωση της ταινίας» συμπλήρωσε.
Στο σημείο αυτό, πήρε τον λόγο ο φωτογράφος Ιλίρ Τσούκο: «Βλέποντας τις σκηνές την ταινίας, επέστρεψα νοερά στις επισκέψεις μου στην Αλεξανδρούπολη, στη Λάρισα και στη Ρόδο. Θυμάμαι τις συνεντεύξεις που κάναμε σε αυτά τα μέρη, τις περιγραφές των ανθρώπων που έδιναν την αίσθηση ενός ανεπούλωτου τραύματος. Από την εμπειρία μας συνειδητοποιήσαμε ότι οι καταστροφές δημιουργούν ένα σημείο καμπής στη ζωή των ανθρώπων. Είναι σαν να υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή. Η ζωή τους χωρίζεται σε πριν και μετά την καταστροφή. Πριν, ζουν μια κανονική ζωή και δεν φαντάζονται πώς θα μπορούσε να είναι μετά. Δεν ξυπνούν το πρωί σκεπτόμενοι αν θα υπάρξει επόμενη μέρα. Η φύση αλλάζει διαρκώς, και βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο όπου καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε δύο παράλληλες προκλήσεις: πώς να κάμψουμε αυτήν την εξέλιξη, αλλά και πώς να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση μετά την καταστροφή, πώς να μάθουμε ως κοινωνία να διαχειριζόμαστε πιο αποτελεσματικά την επόμενη μέρα» ανέφερε σχετικά.
«Η Άνια Τρόλενμπεργκ και εγώ αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι. Είχαμε δει τις σκηνές καταστροφής στα δελτία ειδήσεων, αλλά θέλαμε να μάθουμε πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τη ζωή έπειτα από την καταστροφή, έξι μήνες μετά. Παρουσιάσαμε την ιδέα μας στο Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ στη Θεσσαλονίκη και μας υποστήριξαν. Έτσι, ταξιδέψαμε σε όλη την Ελλάδα και συλλέξαμε φωτογραφίες, βίντεο και ιστορίες. Όλες αυτές τις εμπειρίες που αποκομίσαμε, τις συγκεντρώσαμε σε ένα βιβλίο. Η ερώτηση που μας απασχολούσε ήταν ποια είναι η επόμενη μέρα» δήλωσε αναφορικά με το πρότζεκτ Beyond Destruction.
Σχετικά με την ελπίδα της επόμενης ημέρας, ο Ίλιρ Τσούκο ανέφερε: «Έπειτα από μια καταστροφή ξεκινούν δύο παράλληλες διαδικασίες. Η μία αφορά την πολιτική, όπου συζητάμε για υποδομές, νέους δρόμους και την ανασυγκρότηση των περιοχών που έχουν καταστραφεί. Η άλλη αφορά την κοινωνία και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Πριν την καταστροφή, μπορεί να μην είχαμε καλές σχέσεις με τους γείτονές μας. Όμως, μετά την καταστροφή, ο γείτονας γίνεται ο πιο κοντινός μας άνθρωπος γιατί αντιμετωπίζουμε το ίδιο πρόβλημα. Η καταστροφή μάς φέρνει πιο κοντά και μας διδάσκει ότι αυτό που μας κάνει ανθρώπους είναι η αλληλεγγύη και η ελπίδα. Θυμάμαι μια κυρία στην Αλεξανδρούπολη, πάνω από 80 ετών, της οποίας το σπίτι είχε καεί. Η ξαδέλφη της τής έδωσε ένα άλλο σπίτι κοντά στο δικό της. Παρόλο που το σπίτι είχε καταστραφεί, ο κήπος μπροστά ήταν ανέπαφος. Κάθε πρωί, πότιζε τα λουλούδια. Όταν τη ρώτησα γιατί το κάνει, μου απάντησε: “Γιατί υπάρχει ακόμα κάτι όμορφο εδώ, που μου δίνει ελπίδα. Ποιος ξέρει, ίσως οι επόμενες γενιές χτίσουν ξανά το σπίτι και θα υπάρχουν ήδη λουλούδια εκεί”. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, η ελπίδα μας δίνει δύναμη να αντιμετωπίσουμε το αδιανόητο. Η καταστροφή δεν είναι κάτι που μπορεί να εξαφανιστεί με ένα αντιβιοτικό. Είναι κάτι που θα συνεχίσει να υπάρχει. Γι' αυτό η αλληλεγγύη και η ελπίδα είναι τα πιο δυνατά μας όπλα».
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ένας από τους πρωταγωνιστές του πρότζεκτ Beyond Destruction, ο Γιώργος Καραφυλλίδης, ο οποίος αρχικά αναφέρθηκε στην πυρκαγιά στον Έβρο: «Βιώσαμε τη μεγαλύτερη καταστροφή που έχει συμβεί ποτέ σε ευρωπαϊκό έδαφος, γιατί κάηκαν 936.000 τετραγωνικά μέτρα, έκταση που αντιστοιχεί στο 65% της Περιφέρειας του Έβρου. Ήταν σίγουρα μια ανυπολόγιστη καταστροφή. Προσπάθησα να την αποτρέψω, ήμουν εκεί ο ίδιος και πάλευα να σβήσω τις φωτιές, βοηθώντας τους άλλους. Ταυτόχρονα, ήξερα ότι δεν μπορούσα να το κάνω λόγω της κλιματικής αλλαγής. Αυτή τη στιγμή, το δάσος δείχνει κάποια σημάδια αναζωογόνησης και αποκατάστασης. Η παρουσία όμως του κινδύνου της πυρκαγιάς θα είναι πάντα εμφανής. Γι' αυτό τονίζω την ανάγκη να υπάρχουν μέλισσες σε ένα δάσος. Οι επιστήμονες έχουν υπολογίσει ότι χωρίς μέλισσες δεν θα υπάρχει ζωή στον πλανήτη μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια! Οι μέλισσες, πετώντας από ένα λουλούδι σε ένα άλλο, πραγματοποιούν τη γονιμοποίησή του. Αν δεν ήταν αυτές, στην ουσία δεν θα υπήρχε η ατέρμονη αναπαραγωγή της φύσης».
Όσο το πώς συνεχίζει η ζωή μετά την καταστροφή που επέφερε η φωτιά στα μελίσσια του, ο Γιώργος Καραφυλλίδης δήλωσε: «Όσον αφορά την παραγωγή μελιού, είμαι υποχρεωμένος πλέον να ταξιδεύω πάνω από 400 χιλιόμετρα, μέχρι τη Δράμα και το Νευροκόπι. Ως προς την αποκατάσταση του δάσους, τα τελευταία δύο χρόνια όλοι οι μελισσοκόμοι αφήνουν 40 με 50 κυψέλες στο δάσος για να ενισχύσουν τη γονιμότητά του». Συμπλήρωσε, επίσης, πως ένα βίντεο που ανέβασε στα κοινωνικά δίκτυα με τα καμένα μελίσσια του βοήθησε να ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος γύρω από το θέμα των πυρκαγιών.
Σχετικά με τις ανεμογεννήτριες στην ταινία της, η Ρόμπιν Πετρέ ανέφερε: «Οι ανεμογεννήτριες, όπως φαίνεται στην ταινία, έχουν εγκατασταθεί με τρόπο που βλάπτει τα ζώα, τα φυτά και το περιβάλλον. Επίσης, αντιπροσωπεύουν την ανθρώπινη επέμβαση στη φύση μέσω της αστικοποίησης και των μονοκαλλιεργειών. Η ταινία υπογραμμίζει ότι αυτές οι αλλαγές οδηγούνται από το κέρδος, το οποίο συχνά παραβλέπει τις συνέπειες για το περιβάλλον. Ενώ η πράσινη ενέργεια είναι απαραίτητη, η ταινία θέτει το ερώτημα του πώς αυτή τίθεται σε εφαρμογή: με γνώμονα το κέρδος ή με σεβασμό στη φύση και τις τοπικές κοινότητες. Όταν το κέρδος είναι το κύριο μέλημα, δημιουργούνται νέα προβλήματα, όπως η εξαφάνιση των άγριων αλόγων, που με τη σειρά της επιδεινώνει τις πυρκαγιές. Άρα, ο σεβασμός στη φύση είναι απαραίτητος για μια βιώσιμη ανάπτυξη».