Η προβολή των ταινιών Γάζωρος Σερρών & Πρέσπες του Τάκη Χατζόπουλου πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 15 Μαρτίου στο Ολύμπιον, με όρους καθολικής προσβασιμότητας, στο πλαισιο του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Το Φεστιβάλ συνεχίζει για μία ακόμη χρονιά τον θεσμό των καθολικά προσβάσιμων προβολών χάρη στην πολύτιμη στήριξη της Alpha Bank, Χορηγού Προσβασιμότητας του Φεστιβάλ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Σινεμά για όλους». Για δεύτερη συνεχόμενη διοργάνωση του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ θα απονεμηθεί το Βραβείο Προσβασιμότητας της Alpha Bank, το οποίο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο ύψους 3.000 ευρώ, είτε σε μια προσωπικότητα είτε σε μια ταινία που αναδεικνύει ζητήματα προσβασιμότητας στις τέχνες.
Το ντοκιμαντέρ Γάζωρος Σερρών (1974) βραβεύτηκε με το βραβείο Αρτιότερης Παραγωγής στο 15ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μας παρουσιάζει την αυθεντική φυσιογνωμία της ελληνικής υπαίθρου, ενώ το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Πρέσπες (1966) βραβεύτηκε στο 7ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου ως η καλύτερη ταινία μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Οι παραπάνω ταινίες προβλήθηκαν με ακουστική περιγραφή [AD: Audio Description] για τυφλούς και άτομα με προβλήματα όρασης και με υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους [SDH: Subtitles for the Deaf or hard of Hearing], τόσο στην αίθουσα όσο και στις online προβολές τους.
Την προβολή προλόγισε ο συνεργάτης του διεθνούς προγράμματος Γιάννης Παλαβός, ο οποίος, αφού ευχαρίστησε το κοινό για την παρουσία του, έκανε μια σύντομη παρουσίαση του αφιερώματος Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000) στο οποίο εντάσσονται και τα δύο βραβευμένα ντοκιμαντέρ, αλλά και στο έργο του ντοκιμαντερίστα Τάκη Χατζόπουλου: «Πρόκειται για έναν δημιουργό που άφησε το δικό του στίγμα στο ελληνικό ντοκιμαντέρ, και αυτή η δήλωση δεν αποτελεί κοινοτοπία. Δυστυχώς δεν είναι τόσο γνωστός όσο θα του άξιζε και όσο η προσφορά του επέτασσε. Σήμερα προβάλλουμε δύο σπουδαίες ταινίες του, τις αθέατες Πρέσπες (1966), ένα μικρού μήκους μελαγχολικό ελεγειακό ποίημα για τη ζωή στο τριεθνές, το οποίο παρουσιάζει μια μεθόριο γεωγραφική αλλά και συναισθηματική. Προβάλλουμε, επίσης, το πολύ γνωστότερο Γάζωρος Σερρών (1974), μια ταινία που μας μεταφέρει στις Σέρρες για ένα τσεχοφικό πορτρέτο της επαρχιακής ζωής». Στη συνέχεια, έδωσε τον λόγο στον Ηλία Γιαννακάκη, σκηνοθέτη, στενό συνεργάτη του Τάκη Χατζόπουλου και μέλος της εκπομπής Παρασκήνιο. Στην προβολή ήταν επίσης παρούσα η Τέτα Παπαδοπούλου, σύζυγος και συνεργάτιδα του Τάκη Χατζόπουλου.
Ο Ηλίας Γιαννακάκης ευχαρίστησε το κοινό για την παρουσία του, το Φεστιβάλ για τη φιλοξενία, αλλά και τη Διεύθυνση Αρχείου της ΕΡΤ για την ψηφιοποίηση των ταινιών. Ευχαρίστησε, επίσης, τους επιμελητές του αφιερώματος, την Επικεφαλής του Ελληνικού Προγράμματος του Φεστιβάλ Ελένη Ανδρουτσοπούλου, τον κριτικό κινηματογράφου Μανώλη Κρανάκη και τον Γιάννη Παλαβό. «Αυτό το απόγευμα είναι αφιερωμένο στον Τάκη Χατζόπουλο, ο οποίος είναι γνωστός κυρίως από το Παρασκήνιο. Μαζί με τον Λάκη Παπαστάθη δημιούργησαν τη μεγαλύτερη σχολή στο ελληνικό ντοκιμαντέρ, συνδέοντας τον κινηματογράφο με την τηλεόραση και δημιουργώντας ένα θαύμα που κράτησε για 40 χρόνια. Οι Πρέσπες (1966) αποτελούν την πρώτη εμφάνιση του Τάκη Χατζόπουλου ως σκηνοθέτη. Είναι ένα λυρικό ντοκιμαντέρ, βαθιά επηρεασμένο από τη σχέση του με τον Τάκη Κανελλόπουλο. Στην ταινία αυτή ο Τάκης Χατζόπουλος παρουσιάζει για πρώτη φορά αυτό που θα τον ακολουθεί ως το τέλος της δημιουργικής του πορείας: μια άλλη Ελλάδα, συγκεκριμένα την ξεχασμένη Ελλάδα. Το 1971, μαζί με τον Λάκη Παπαστάθη, ο Τάκης Χατζόπουλος δημιουργεί τη Cinetic, την εταιρεία πίσω από το Παρασκήνιο, ενώ το 1973 αποφασίζει να κάνει ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ για τη γενέτειρά του: τον Γάζωρο Σερρών (1974) όπου παρατηρούμε επίσης το δημιουργικό του πρόσταγμα, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στην ξεχασμένη Ελλάδα», σημείωσε ο Ηλίας Γιαννακάκης. Προσέθεσε μάλιστα πως στην αίθουσα ήταν παρόντες πολλοί κάτοικοι των Σερρών, μεταξύ των οποίων και ο ανιψιός του αείμνηστου σκηνοθέτη, ο Πάρης Χατζόπουλος, ο οποίος συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ σε ηλικία τριών ετών.
«Ο Γάζωρος Σερρών είναι ένα εξαιρετικά τολμηρό ντοκιμαντέρ, μια επιστροφή στη γενέτειρα και στους ανθρώπους της. Δεν παρουσιάζει ένα εξωραϊσμένο πορτρέτο της πατρίδας του, αλλά αντιθέτως δείχνει την εγκατάλειψη, τη μετανάστευση, τη φτώχεια και τις δυσκολίες. Κάνει μια ταινία από την οποία εκλείπει ο λυρισμός των Πρεσπών, μια ταινία υπαρξιακή και πολιτική, γυρισμένη στο τελευταίο κομμάτι της δικτατορίας. Όταν ο Τάκης Χατζόπουλος γύριζε την ταινία, δεν γνώριζε πως θα προβληθεί στην μεταπολιτευτική, ελεύθερη Ελλάδα. Με άλλα λόγια, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο. Πρόκειται για ένα αριστούργημα από έναν σπουδαίο κινηματογραφιστή, που γυρίστηκε με μια μηχανή 16mm και δύο μόλις συνεργάτες. Ο Τάκης Χατζόπουλος ασχολήθηκε έκτοτε με το Παρασκήνιο, τόσο ως παραγωγός όσο και ως σκηνοθέτης, με λαμπρά αποτελέσματα. Δεν γύρισε κάποιο άλλο αμιγώς κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ. Ήθελε να σκηνοθετήσει και ταινία μυθοπλασίας αλλά δεν τα κατάφερε. Η δεκαετία του ’80 ήταν και η καλύτερη περίοδός του, όταν συνεργάστηκε και με την Τέτα Παπαδοπούλου, μια σημαντική φιγούρα για το Παρασκήνιο. Οι δυο τους μαζί παρήγαγαν διαμάντια που παρουσίαζαν πρόσωπα από τη λησμονημένη Ελλάδα, χωρίς να θρηνούν και να πετροβολούν, αλλά πάντα με αξιοπρέπεια. Ο Τάκης Χατζόπουλος ήταν ένας άνθρωπος που επέλεξε να πετάει κάτω από το ραντάρ και δεν επιδίωξε ποτέ τη δημοσιότητα. Ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου και αξίζει να τον ανακαλύψουν όσοι δεν τον γνωρίζουν» ολοκλήρωσε ο Ηλίας Γιαννακάκης. Αμέσως μετά, ακολούθησε η προβολή των δύο ντοκιμαντέρ.
Γάζωρος Σερρών, Τάκης Χατζόπουλος, 1974, 77΄
Λίγο πριν ξεκινήσει μαζί με τον Λάκη Παπαστάθη το θρυλικό Παρασκήνιο που θα ορίσει μια ολόκληρη νέα εποχή στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, ο Τάκης Χατζόπουλος θα έφτανε το 1974 μέχρι τον Γάζωρο, ένα μικρό χωριό καπνεργατών στις Σέρρες, «δυο άνθρωποι, μια μηχανή 16mm και ένα μαγνητόφωνο». Αυτό που θα κατέγραφε θα ήταν κάτι περισσότερο από την καθημερινότητα ενός τόπου σημαδεμένου από την αγωνία του ημερομισθίου, τον καημό της μετανάστευσης και το σημείο μηδέν μιας ολόκληρης χώρας σε βίαιη μεταμόρφωση. Πιστός στις αρχές του πως «δεν υπάρχει κινηματογράφος έξω από την ταξική πάλη» και πως «το ντοκιμαντέρ δημιουργείται, ανασυστήνεται, συντίθεται στο μοντάζ», διαχωρίζει τις αφηγήσεις των κατοίκων του χωριού (από τις οποίες αποτελείται αποκλειστικά) από τις εικόνες της καθημερινότητάς τους, απελευθερώνοντας έναν ανυπολόγιστο όγκο αυθεντικότητας με πυλώνες τον ανθρώπινο μόχθο, την επιβίωση και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι ότι διασώζει την ιστορική μνήμη του τόπου, αφήνοντας ουσιαστικά το χωριό να αφηγηθεί το ίδιο την ιστορία του, ο Χατζόπουλος σχολιάζει με καίριο τρόπο πολιτικά ακριβώς αυτή την ανάγκη, διαταράσσοντας την κατεστημένη ανθρωπογεωγραφία της ελληνικής υπαίθρου και την έννοια της ποίησης καθώς αυτή τρυπώνει μέσα στην τεκμηρίωση. Ο μικρόκοσμος του Γαζώρου γίνεται η μικρογραφία της Ελλάδας και το ντοκιμαντέρ του μια μαρτυρία ταυτόχρονα ιστορική και διαχρονική. Βραβείο αρτιότερης παραγωγής στο 15ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου το 1974.
Πρέσπες, Τάκης Χατζόπουλος, 1966, 14΄
«Μια γωνιά Ελλάδα. Οι Πρέσπες.» Έτσι ξεκινά το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που ο Τάκης Χατζόπουλος γύρισε το 1966, πρώτη σπουδαία πράξη μιας διαδρομής που θα τον οδηγούσε στον Γάζωρο Σερρών το 1974 και από εκεί στη θητεία του στο τηλεοπτικό Παρασκήνιο, ανεξάντλητο φυτώριο δημιουργών και δημιουργιών. Αυτή τη μια γωνιά Ελλάδα, εκεί όπου μια λίμνη χωρίζει τον κόσμο σε εθνικότητες, κλείνει μέσα σε 14 λεπτά ο Χατζόπουλος, με φανερές αντηχήσεις όχι μόνο της τεκμηρίωσης αλλά και της μυθοπλασίας του Τάκη Κανελλόπουλου όπως αυτή αποτυπώνεται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία του Συράκου Δανάλη, τη μουσική του Κώστα Μυλωνά και την αφήγηση του Άγγελου Αντωνόπουλου. Η στάσιμη καθημερινότητα, οι απαράλλαχτες μέρες που εναλλάσσονται, το σύνορο που τελικά χωρίζει αυτούς που θυμούνται και αυτούς που περιμένουν, η πιο δύσκολη ώρα της μέρας –όταν βραδιάζει–, ένας κύκλος ζωής χωρίς «την πιθανότητα μιας έκπληξης», ένας «απλός κόσμος» που λέει καλημέρα σε τρεις γλώσσες γίνεται μέσα από το βλέμμα του Χατζόπουλου μια μικρή μελαγχολική ωδή πάνω στην ομορφιά και τον καημό ενός τόπου. Μαζί και ένα πικρό σχόλιο για την μεγαλύτερη Ελλάδα που θα αγνοήσει έννοιες όπως ανοχή, συνύπαρξη και απλότητα, περνώντας τελικά το σύνορο και καταστρέφοντας την ιερή ισορροπία ανάμεσα στο ασήμαντο και το σημαντικό που σέβονται μόνο όσοι έμαθαν να κοιτάζουν τον Θεό στο ύψος του ανθρώπου.